Monday, April 29, 2013

Ανταλλακτική Οικονομία και Ανταλλακτικός Τουρισμός


Η ανταλλακτική οικονομία ορίζεται ως η οικονομία, στην οποία λαμβάνει χώρα η ανταλλαγή αγαθών  μεταξύ των οικονομικών μονάδων, χωρίς την διαμεσολάβηση του χρήματος (www.antallaktiki.gr) .  Είναι μία μορφή οικονομίας που βασίζεται στην ανταλλαγή αγαθών και υπηρεσιών και είναι πολύ διαδεδομένη στο εξωτερικό. Στην χώρα μας, λόγω της παρατεταμένης περιόδου κρίσεως που περνάμε,  έχει διαδοθεί  το τελευταίο σχετικά διάστημα. Έτσι έχουν δημιουργηθεί  ανταλλακτικά δίκτυα σε πολλές πόλεις, τα οποία προσφέρουν από ανταλλαγή γνώσεων και δραστηριοτήτων, ανταλλαγή ελεύθερου χρόνου, προσφορά αγαθών και υπηρεσιών, μέχρι ανταλλαγή αγαθών και οργάνωση ανταλλακτικών παζαριών.
Η ιδέα που βρίσκεται πίσω από αυτό, δηλαδή η απόκτηση αγαθών και υπηρεσιών χωρίς τη διαμεσολάβηση του χρήματος, ή ακόμα και μέσα από την δημιουργία «εικονικών νομισμάτων», δημιουργεί δεύτερες σκέψεις και για το πώς ένας άνθρωπος μπορεί να ζήσει χωρίς να έχει πολλά χρήματα και τελικά να μην του λείπει τίποτα. Κυρίως θα έλεγα ότι η έκταση την οποία μπορούν να έχουν τέτοια δίκτυα, ξεκινάει από την φιλοσοφία που έχουν οι λαοί όσον αφορά την προσφορά και την ανταλλαγή και στην συνέχεια από την ανάγκη για κάποια αγαθά ή υπηρεσίες.
Στο πλαίσιο αυτό της ανταλλαγής δημιουργήθηκε και η έννοια του τουρισμού με ανταλλαγή σπιτιών ή αλλιώς όπως θα έλεγα η έννοια του «ανταλλακτικού τουρισμού». Και πάλι η βασική ιδέα είναι η απόκτηση μιας υπηρεσίας χωρίς την διαμεσολάβηση χρημάτων. Η επίσκεψη δηλαδή ενός προορισμού για αναψυχή, χωρίς τα έξοδα της διαμονής. Υπάρχουν παγκόσμια δίκτυα ανταλλαγής σπιτιών, όπως είναι για παράδειγμα το www.homeforexchange.com το www.homeexchange.com το international home exchange network (www.ihen.com), το www.intervac.com και άλλα, τα οποία αποτελούνται από μέλη που ενδιαφέρονται να πραγματοποιήσουν διακοπές με ανταλλαγή σπιτιών και έρχονται σε επαφή με άλλα μέλη που ενδιαφέρονται να κάνουν το ίδιο. Με την ανταλλαγή σπιτιών, η διαμονή ουσιαστικά είναι δωρεάν, ενώ παράλληλα προσφέρεται η δυνατότητα σε κάποιον να νιώσει στις διακοπές του σαν ντόπιος και όχι σαν τουρίστας. Τα μέλη μπορεί να είναι από οποιοδήποτε μέρος στον κόσμο και για να κάνουν διακοπές στο σπίτι ενός άλλου μέλους, απλά θα πρέπει να είναι πρόθυμοι να παραχωρήσουν και το δικό τους σπίτι ή εξοχικό για τον ίδιο σκοπό. Στην Ελλάδα μπορεί να μην είναι ακόμα πολύ διαδεδομένη η έννοια αυτή, λόγω του ότι οι Έλληνες δεν παραχωρούν εύκολα τα σπίτια τους σε ξένους για ανταλλαγή. Κάτι τέτοιο γίνεται άτυπα ωστόσο μεταξύ γνωστών. Ενώ σημειώνει άνθηση τελευταία, λόγω της οικονομικής στενότητας που πολλοί άνθρωποι αντιμετωπίζουν. Στο εξωτερικό βέβαια είναι πολύ πιο διαδεδομένη αυτή η έννοια.
Ένα επιτυχημένο παράδειγμα τέτοιου δικτύου, είναι το διεθνές δίκτυο ανταλλαγής σπιτιών “Intervac”, το οποίο ξεκίνησε τη δεκαετία του 1950 στην Ευρώπη από μία ομάδα καθηγητών  και τώρα αριθμεί 30.000 μέλη από όλο τον κόσμο. Τα μέλη του δικτύου είναι ηλικίας 35-60 ετών, με ένα ή δύο εισοδήματα στην οικογένεια και συχνά με παιδιά. Το κάθε μέλος εγγράφεται στο δίκτυο πληρώνοντας μία ετήσια συνδρομή, ενώ παράλληλα ανεβάζει στο δίκτυο φωτογραφίες και πληροφορίες για το σπίτι που επιθυμεί να ανταλλάξει. Πολλά μέλη, εκτός από το σπίτι τους, ανταλλάσσουν και το αυτοκίνητό τους, το σκάφος τους ή ότι άλλο επιθυμούν. Επίσης παρέχεται η δυνατότητα ακόμα και για διπλή ανταλλαγή σπιτιών από δύο οικογένειες, φύλαξη σπιτιών, ανταλλαγές μεγάλης χρονικής διάρκειας και άλλα.  Όπως κάποια μέλη αναφέρουν είναι ένας πολύ καλός τρόπος εκτός από το να γνωρίσεις νέους τόπους, να δημιουργήσεις και φίλους από όλο τον κόσμο. Το δίκτυο αυτό  αυτή την στιγμή έχει πράκτορες σε 46 χώρες στον κόσμο.
Ένα παράδειγμα ενός ελληνικού δικτύου ανταλλαγής σπιτιών μόνο εντός της Ελλάδας είναι το www.elladahomeexchange.gr  Η διαφορά του δικτύου αυτού από τα δίκτυα που προανέφερα είναι ότι αφορά ανταλλαγές σπιτιών μόνο μέσα στην Ελλάδα. Η φιλοσοφία όμως είναι και πάλι η ίδια. Εφόσον είσαι ιδιοκτήτης έστω μίας κατοικίας κύριας ή εξοχικής, και επιθυμείς να κάνεις αυτού του είδους τις διακοπές, γίνεσαι μέλος του δικτύου πληρώνοντας μία ετήσια συνδρομή, και ανεβάζεις στο δίκτυο πληροφορίες και φωτογραφίες του σπιτιού που θέλεις να ανταλλάξεις. Πριν από την ανταλλαγή, έρχεσαι σε επαφή με τους ανθρώπους που θα μείνουν στο σπίτι σου ενώ παράλληλα θα σου παραχωρήσουν και το δικό τους. Η ανταλλαγή δεν είναι ανάγκη να είναι ταυτόχρονη, μπορεί ο καθένας να ορίσει το χρόνο που θέλει να ταξιδέψει και να υπάρξει συμφωνία. Παράλληλα υπάρχουν και κάποιοι κανόνες ασφάλειας και υγιεινής. Η ετήσια συνδρομή σε κάθε περίπτωση εξασφαλίζει το πραγματικό ενδιαφέρον των μελών ενώ καταχωρούνται τα πλήρη στοιχεία τους για την εγγραφή, εξασφαλίζοντας τη σχετική ασφάλεια.
Τα πλεονεκτήματα του «ανταλλακτικού τουρισμού» είναι ότι παρέχει την δυνατότητα ακόμα και σε ανθρώπους που δεν έχουν αρκετά χρήματα να διαθέσουν για τις διακοπές τους, να μπορέσουν να το κάνουν, ενώ ακόμα δίνεται και η δυνατότητα παράτασης της χρονικής διάρκειας των διακοπών. Αυτό μπορεί να μην έχει οικονομική απόδοση, όσον αφορά τις ξενοδοχειακές κλίνες, έχει όμως απόδοση στο κομμάτι των μεταφορών, καθώς και στην τουριστική κατανάλωση στις τοπικές κοινωνίες. Διευκολύνοντας και αυξάνοντας τις τουριστικές ροές παγκοσμίως, είτε όσον αφορά τον εσωτερικό τουρισμό, είτε όσον αφορά τον εισερχόμενο και εξερχόμενο τουρισμό. Η παγκόσμια οικονομική συγκυρία νομίζω ότι θα οδηγήσει σε άνθηση του τουρισμού με ανταλλαγές σπιτιών, κάτι που σίγουρα θα έχει θετικά αποτελέσματα, καθώς εκτός από την οικονομική απόδοση που θα υπάρξει στους τουριστικούς προορισμούς, θα υπάρξει και κοινωνική απόδοση. Η μορφή αυτή τουρισμού, εκτός από τα βασικά τουριστικά κίνητρα, εμπεριέχει την έννοια της προσφοράς και της ανταλλαγής. Κάτι που θεωρώ ως μεγάλο πλεονέκτημα, μέσα στην κρίση των αξιών που βιώνουμε σε παγκόσμιο επίπεδο, βοηθώντας έτσι την καλλιέργεια της αντίστοιχης κουλτούρας.

Το Νέο Trend-Εξωστρέφεια

             Η καινούργια τάση στην επιχειρηματικότητα δεν είναι άλλη από την εξωστρέφεια. Από εκεί που μας χαρακτήριζε η απόλυτη εσωστρέφεια, τώρα η μία στις πέντε λέξεις στους επιχειρηματικούς και πολιτικούς κύκλους είναι η εξωστρέφεια. Αργήσαμε αλλά το καταλάβαμε, η μάλλον δημιουργήθηκε η ανάγκη να το καταλάβουμε, λόγω ελλείψεως άλλων πιο συνηθισμένων και παγιωμένων επιχειρηματικών δραστηριοτήτων. Η εξωστρέφεια εμφανίζεται πλέον ως η μόνη λύση για ανάπτυξη και έξοδο από τον φαύλο κύκλο της κρίσης και της ανέχειας. Ο λόγος που φτάσαμε ως χώρα σε αυτό το σημείο είναι, μεταξύ άλλων, το γεγονός ότι η ανάπτυξη της οικονομίας μας είχε βασιστεί σε εγχώριες επενδύσεις που χρηματοδοτούνταν από δανεισμό, με σκοπό να εξυπηρετήσουν την υψηλή εγχώρια ζήτηση. Τώρα που η ζήτηση έχει μειωθεί σε ασύλληπτα για την προ κρίσης εποχή επίπεδα, οι επιχειρήσεις που την στήριζαν συρρικνώνονται ή απλά βγαίνουν εκτός αγοράς και ρευστότητα δεν υπάρχει, φάνηκε η μεγάλη αδυναμία της χώρας μας να μπορέσει να ανακάμψει, από την στιγμή που υπήρχε εικονική ανάπτυξη στηριζόμενη αποκλειστικά στην πρόσκαιρη φούσκα της ιδιωτικής κατανάλωσης.
             Επομένως τώρα ήρθε η ώρα της εξωστρέφειας! Θα πρέπει να αφήσουμε πίσω μας το μοντέλο «εισαγωγή- κατανάλωση» και να περάσουμε στο μοντέλο «παραγωγή- κατανάλωση- εξαγωγή». Μπορεί αυτό στην αρχή να φαινόταν ως κάτι αδιανόητο για την εγχώρια αγορά, καθώς για πολλές δεκαετίες οι καταναλωτές είχαν «εκπαιδευτεί» να επιθυμούν τα εισαγόμενα προϊόντα και να θεωρούν τα εγχώρια υποδεέστερα. Πράγμα βέβαια που από κάποιο σημείο και μετά άρχισε να ισχύει, δεδομένου του υψηλού κόστους παραγωγής των εγχώριων προϊόντων, κάνοντάς τα μη ανταγωνιστικά. Δεν θα έλεγα βέβαια ότι αυτή τη στιγμή έχει αντιστραφεί το κλίμα, όμως υπάρχει μία στροφή του καταναλωτικού κοινού στα ελληνικά προϊόντα και στο πλαίσιο αυτό γίνεται μία προσπάθεια να ενισχυθεί η παραγωγή και η κατανάλωσή τους. Όσον αφορά τώρα την εξαγωγή προϊόντων, εδώ τίθεται το μεγάλο θέμα της ανταγωνιστικότητας και της ανάπτυξης.
             Εντυπωσιακό είναι ότι η αξία των εξαγωγών έχει αυξηθεί με μέσο όρο 15% το χρόνο για τα έτη 2010 και 2011. Σημαντικό ρόλο σε αυτό εκτός από την ώθηση στις εξαγωγές, έχει και η μείωση των συντελεστών παραγωγής λόγω της οικονομικής κρίσης. Τα κύρια εξαγώγιμα προϊόντα αυτή την στιγμή είναι τα φρούτα, τα λαχανικά, το ελαιόλαδο, το αλουμίνιο, το ατσάλι καθώς και προϊόντα μεταποίησης. Ενώ ως κύριους εξαγώγιμους κλάδους θεωρούμε τους κλάδους των Μεταφορών, της Ναυτιλίας, του Τουρισμού, των Τροφίμων και των Ποτών.
Ένα παράδειγμα ενός παραδοσιακού κλάδου, ο οποίος συντελεί ιδιαίτερα στην ανάπτυξη και αποτελεί έναν από τους κορυφαίους μεταποιητικούς κλάδους όσον αφορά τις εξαγωγικές επιδόσεις, είναι η Ελληνική Βιομηχανία Αλουμινίου. Λόγω της συρρίκνωσης της εσωτερικής αγοράς, έχει στρέψει το μεγαλύτερο μέρος της παραγωγής της στις εξαγωγές. Σημαντικό ρόλο σε αυτό έχουν παίξει τα πιστοποιημένα και αναγνωρισμένα τελικά προϊόντα, η εξειδίκευση, η εκπαίδευση, η έρευνα και η σωστή δικτύωση του κλαδικού φορέα στις  αγορές στόχους. Αντίστοιχα ένας νέος επιχειρηματικός κλάδος πολλά υποσχόμενος στο κομμάτι των υπηρεσιών είναι αυτός των εταιρειών κινητών εφαρμογών που προσφέρει καινοτόμες υπηρεσίες στους κλάδους του ψηφιακού μάρκετινγκ και της κινητής τηλεφωνίας, στον οποίο απασχολούνται περίπου πενήντα ελληνικές εταιρείες και έχει παρουσία σε πάνω από σαράντα χώρες. Αυτά είναι δύο επιτυχημένα παραδείγματα εξαγωγικών κλάδων ανάμεσα στους 15 περίπου κλάδους, οι οποίοι, παρά τις δυσκολίες, έχουν ανάπτυξη και σημαντική παρουσία στο εξωτερικό. Τα περισσότερα προβλήματα εντοπίζονται στην έλλειψη εξειδικευμένου πλαισίου για τον κάθε κλάδο, στην γραφειοκρατία, τον αθέμιτο ανταγωνισμό και γενικά την προώθηση της εξωστρέφειας.
             Φυσικά ο κάθε κλάδος έχει τις δικές του ιδιαιτερότητες και ανάγκες, δεδομένης της διαφορετικότητας των προϊόντων που προσφέρει αλλά και της εν γένει διαφοροποίησης των προϊόντων από τις υπηρεσίες. Στο σημείο αυτό θα ήθελα να αναφερθώ στον τουρισμό, ο οποίος το τελευταίο διάστημα έχει βρεθεί στην πρώτη γραμμή του ενδιαφέροντος, καθώς αναγνωρίστηκε επιτέλους ο ρόλος του στην ανάπτυξη και στην ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας. Όταν μιλάμε λοιπόν για τουρισμό και εξωστρέφεια, μιλάμε για προσφορά υπηρεσιών, άρα τα βήματα που πρέπει να ακολουθήσουμε είναι η διαμόρφωση του χαρτοφυλακίου των προσφερόμενων προϊόντων-προορισμών, η διαμόρφωση του κανονιστικού πλαισίου δράσης, ο καθορισμός των εμπλεκόμενων φορέων δράσης και φυσικά η προώθηση! Πριν από την προώθηση όμως χρειάζεται σχέδιο στρατηγικής, ώστε να γίνει η σωστή αντιστοίχιση της προσφοράς με την ζήτηση. Θα πρέπει δηλαδή να προωθηθούν τα κατάλληλα προϊόντα στις κατάλληλες αγορές, έτσι ώστε αυτά να παρουσιάζουν ανταγωνιστικό πλεονέκτημα και να υπάρξει και το αντίστοιχο «value for money».
Ένας προορισμός λοιπόν θα πρέπει να προωθηθεί σε μία αγορά στην οποία θα υπάρχει ζήτηση για το προϊόν που αυτός προσφέρει, καθώς θα έχει προηγηθεί έρευνα, θα υπάρχει επάρκεια σε κλίνες, αεροπορική σύνδεση, και κυρίως θα υπάρχει διαμορφωμένο το προϊόν το οποίο διαφημίζεται, είτε αυτό είναι παραλίες, είτε γαστρονομία, είτε παρατήρηση πουλιών, είτε περίπατοι. Μέχρι τώρα γινόταν προώθηση χωρίς να έχουν πραγματοποιηθεί τα προηγούμενα στάδια, με αποτέλεσμα το προϊόν να υπάρχει διαμορφωμένο μόνο σε λέξεις στα τουριστικά φυλλάδια και φυσικά οι τουρίστες να μη μένουν ευχαριστημένοι.
             Αυτή την στιγμή γίνονται πολύ σημαντικές ενέργειες από τουριστικούς φορείς όπως ο ΣΕΤΕ σε συνεργασία με τα εμπλεκόμενα υπουργεία, ώστε επιτέλους ο τομέας του τουρισμού να έχει αυτό που του αξίζει. Η διαφορετικότητα που έχει ο τομέας του τουρισμού είναι ότι η ζήτηση για τουριστικές υπηρεσίες δημιουργεί στην συνέχεια ζήτηση και σε άλλους κλάδους της οικονομίας, πολλαπλασιάζοντας έτσι την προσφορά του τουρισμού στην ανάπτυξη και στην απασχόληση.
             Εξωστρέφεια λοιπόν είναι το μεγάλο στοίχημα, και παρά τις διαφορές που παρουσιάζουν οι διάφοροι εξωστρεφείς κλάδοι, δεν παύει να χρειάζεται  ένα κοινό πλαίσιο και κοινές ενέργειες στις οποίες θα πρέπει αυτή να στηριχθεί. Έτσι χρειάζεται εξορθολογισμός του κράτους, εθνική στρατηγική εξωστρέφειας, συνεργασία των εμπλεκόμενων φορέων σε κάθε κλάδο, αξιοποίηση των υπαρχόντων πόρων (π.χ. ΕΣΠΑ), εκπαίδευση και εξειδίκευση, έρευνα και στρατηγική διείσδυσης σε νέες αγορές, ευελιξία και προσαρμογή στην αλλαγή των συνθηκών, καινοτομία και δημιουργία νέων προϊόντων, στόχευση, δικτύωση και σωστή προώθηση.

«Καζινοτουρισμός»


Η δημιουργία καζίνων, με σκοπό την ανάπτυξη ενός τόπου, δεν είναι κάτι καινούργιο, ωστόσο τώρα τελευταία έχει επανέλθει στο προσκήνιο, λόγω της οικονομικής κρίσης και των επενδυτικών ευκαιριών που παρουσιάζονται. Τα οργανωμένα καζίνα, που διαθέτουν πολυτελή ξενοδοχεία, συνεδριακά κέντρα, αίθουσες εκδηλώσεων, spa, αθλοπαιδιές, εστιατόρια και άλλα, αποτελούν ουσιαστικά μία τουριστική “attraction”. Επομένως συνδυάζουν τις «καζινοδραστηριότητες» (χαρτοπαιξία, τυχερά παιχνίδια, κ.λ.π.) με πολυτελείς διακοπές και αναψυχή. Ακόμα, σε δημοφιλείς προορισμούς για τους λιγότερο hardcore παίκτες, των οποίων το κίνητρο για τουρισμό ίσως να είναι μεγαλύτερο, προσφέρονται και άλλες τουριστικές δραστηριότητες, ανάλογα με τον τουριστικό προορισμό. Πράγμα που σημαίνει ότι, με τις εκτός καζίνου δράσεις, ενισχύεται και η τοπική κοινωνία. Ανάλογα με την περιοχή, μπορεί να υπάρχουν καζίνα χωρίς ξενοδοχείο, (σε περιοχές όπου υπάρχουν ήδη ξενοδοχειακές υποδομές), είτε να συνδυάζονται μαζί με ξενοδοχείο, όπως είναι και το πρότυπο που ακολουθείται στο Las Vegas. Το πρότυπο του Las Vegas ακολουθούν και τα καζίνα στην Ασία, που αποτελεί την πλέον αναπτυσσόμενη περιοχή στον κλάδο των τυχερών παιχνιδιών. Στην Ευρώπη τα καζίνα στη νόμιμη μορφή τους ξεκίνησαν να αναπτύσσονται σε ήδη δημοφιλείς τουριστικούς προορισμούς, καθώς ήταν κυρίως απασχόληση των αριστοκρατών, και είτε λειτουργούσαν σε περιοχές που ήδη υπήρχαν ξενοδοχεία είτε δημιουργούνταν καζίνα-ξενοδοχεία. Στην Ελλάδα έχει ακολουθηθεί ένα μικτό μοντέλο και η δημιουργία των καζίνων δεν έχει στηριχτεί στο πρότυπο του Las Vegas, με κάποιες καλές εξαιρέσεις όπως είναι για παράδειγμα το καζίνο Λουτρακίου, που είναι ένα ενδιαφέρον μοντέλο καζίνου-ξενοδοχείου, όπου attraction δεν αποτελεί μόνο το συγκρότημα του καζίνου αλλά και το Λουτράκι σαν περιοχή, καθώς αποτελεί ένα δημοφιλή τουριστικό προορισμό.
Παρόλο που τα οικονομικά μεγέθη των περισσότερων ελληνικών καζίνων όλο και συρρικνώνονται, αυξάνεται το ενδιαφέρον για επενδύσεις στη δημιουργία καζίνων στην Ελλάδα, από πολυεθνικούς ομίλους, που μέχρι στιγμής εστιάζεται σε Φθιώτιδα, Κρήτη και Χίο. Στα ήδη υπάρχοντα καζίνα στην Ελλάδα, το μεγαλύτερο ποσοστό των παικτών είναι Έλληνες, επομένως δεν θα μπορούσαμε να πούμε ότι μέχρι τώρα συνδέεται άμεσα η προσέλκυση ξένων τουριστών με το κίνητρο της επίσκεψης καζίνων στην Ελλάδα. Ωστόσο αυτό δεν σημαίνει ότι δεν μπορεί να συνδεθεί. Για να γίνει κάτι τέτοιο θα πρέπει καταρχάς να προσδιοριστούν οι αγορές στις οποίες θα απευθύνονται τα εν δυνάμει καζίνα, οι υποδομές που έχει η κάθε περιοχή, η προσβασιμότητα που θα έχουν οι εν δυνάμει «καζινοτουρίστες» στην περιοχή, και το τουριστικό προϊόν που αυτή προσφέρει. Η πρώτη εν δυνάμει «καζινοαγορά» που ήδη έχει εκδηλώσει και ενδιαφέρον για επενδύσεις στη χώρα μας είναι  η Τουρκία. Αυτό το ενδιαφέρον πρώτα προκύπτει κυρίως από το γεγονός ότι απαγορεύεται από την θρησκεία τους η λειτουργία  καζίνων, επομένως υπάρχει η σχετική «ανάγκη» και το ανάλογο κίνητρο, αλλά και λόγω της  γεωγραφικής γειτνίασης των δύο χωρών. Στο πλαίσιο αυτό, έχει εκδηλωθεί ενδιαφέρον για τη δημιουργία καζίνου στην Χίο, μιας και βρίσκεται σε απόσταση αναπνοής από την Σμύρνη. Με το ίδιο σκεπτικό θα μπορούσε να δημιουργηθεί καζίνο στη Σάμο, στην Κω, στην Βόρεια Ελλάδα, στα ελληνοτουρκικά σύνορα, αλλά ακόμα και σε στρατηγικά σημεία, όπως δημοφιλή νησιά π.χ. Μύκονος, ο Διεθνής Αερολιμένας Αθηνών, και φυσικά, ο παραλιακός άξονας της Αθήνας. Στη Σύρο και στη Ρόδο υπάρχει ήδη τουρισμός καζίνων, ο οποίος προσελκύει και ισραηλινούς τουρίστες, καθώς ούτε στο Ισραήλ υπάρχουν καζίνα. Οι εν δυνάμει προορισμοί καζίνου, θα μπορούσαν να επιλέγουν αγορές στόχους με βάση το κριτήριο της γειτνίασης, της ύπαρξης ή όχι τοπικών καζίνων, της συνδεσιμότητας και της θελκτικότητας των προορισμών. Στο πλαίσιο αυτό θα μπορούσαν να δημιουργηθούν είτε αποκλειστικοί προορισμοί καζίνου, είτε προορισμοί που εκτός από την ύπαρξη ενός συγκροτήματος καζίνου-ξενοδοχείου, θα παρουσιάζουν και πρόσθετο τουριστικό ενδιαφέρον (π.χ. προσφορά άλλων μορφών τουρισμού). Στην περίπτωση της Ελλάδας, που διαθέτει ήδη πολλούς δημοφιλείς τουριστικούς προορισμούς, τα καζίνα θα μπορούσαν να προστεθούν στο τουριστικό προϊόν της. Στο σημείο αυτό, πρέπει να αναφερθούν και πιθανά θέματα ή προβλήματα που μπορεί να αντιμετωπιστούν στην δημιουργία και ανάπτυξη νέων καζίνων, και αφορούν την υπάρχουσα νομοθεσία, το θέμα των αδειοδοτήσεων, τους όρους που έχει κάθε καζίνο για τους παίκτες, καθώς και τον εντεινόμενο ανταγωνισμό που έχει προκύψει από τα ιντερνετικά καζίνα.
Παρατηρείται τελευταία έντονο ενδιαφέρον για δημιουργία «συγκροτημάτων καζίνων» και σε άλλες χώρες της Ευρώπης, όπως είναι η Αγγλία, η Ισπανία, καθώς και η περιοχή των κατεχόμενων στην Κύπρο.
Στην Αγγλία και συγκεκριμένα στο Μπέρμιγχαμ αναμένεται να χτιστεί ένα τεράστιο συγκρότημα καζίνου με ξενοδοχείο πολυτελείας, εμπορικά καταστήματα, μπαρ, εστιατόρια και άλλα, με συνολικό κόστος κατασκευής £89,000,000 και χρηματοδότηση από την εταιρία Genting UK, ενώ αναμένεται να είναι από τα σημαντικότερα έργα της περιοχής τα τελευταία χρόνια.
Στην Ισπανία υπάρχει η πρόταση για δημιουργία ενός project δισεκατομμυρίων, που θα αποτελείται από 12 ξενοδοχεία, ένα συνεδριακό κέντρο, τρία γήπεδα γκολφ, ένα στάδιο και έξι καζίνα. Αυτό το «συγκρότημα καζίνου» σύμφωνα με έρευνες θα δημιουργήσει άμεσα και έμμεσα 261.000 θέσεις εργασίας. Πράγμα πάρα πολύ σημαντικό για μία χώρα την οποία μαστίζει η ανεργία. Γι αυτό και Μαδρίτη και Βαρκελώνη ανταγωνίζονται για το ποια θα είναι η «τυχερή». Προϋπόθεση για την επιλογή του προορισμού ήταν να υπάρχει ήδη τουριστική υποδομή, καλό κλίμα, καλό μεταφορικό σύστημα και εύκολη πρόσβαση σε άλλες χώρες. Βέβαια για να προχωρήσει το θέμα, υπάρχουν και κάποιες απαιτήσεις από τον επενδυτή Sheldon Adelson. Αυτές έχουν να κάνουν με την ελαστικότητα της εργατικής νομοθεσίας, τη χαλάρωση των κανόνων που αφορούν την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, την απαλλαγή από την καταβολή της κοινωνικής ασφάλισης και άλλους φόρους για τα δύο πρώτα χρόνια, την άρση των περιορισμών βίζα για τους ξένους εργαζόμενους, καθώς και την άρση της απαγόρευσης καπνίσματος στους δημόσιους χώρους του καζίνου.
Στα κατεχόμενα της Κύπρου ή αλλιώς στο ψευδοκράτος, υπάρχει έξαρση επενδύσεων σε καζίνα, ξενοδοχεία, εξοχικές κατοικίες και έργα υποδομής, με βασικό πυλώνα τουριστικής ανάπτυξης την βιομηχανία του τζόγου. Ήδη στα κατεχόμενα λειτουργούν 32 καζίνα, τα οποία έχουν το ανταγωνιστικό πλεονέκτημα της ελάχιστης κρατικής φορολογίας η οποία ανέρχεται στο 4%. Ακόμα, δεν γίνονται έλεγχοι στα σύνορα, με αποτέλεσμα οι επισκέπτες των καζίνων να μπορούν να έχουν μαζί τους μετρητά, καθώς επίσης παρέχονται κίνητρα επίσκεψης των καζίνων, όπως είναι η προσφορά δωρεάν ολιγοήμερων  διακοπών με την προϋπόθεση οι επισκέπτες να παίξουν ένα μικρό ποσό. Ακόμα παρέχεται και επιστροφή ποσοστού χαμένων χρημάτων ώστε να υπάρχει το κίνητρο να ξαναπαίξουν. Εκτός από τους ξένους επισκέπτες όπως Άγγλοι, Ισραηλινοί και άλλοι, τα κατεχόμενα επισκέπτονται ακόμα και οι Ελληνοκύπριοι, ενώ γίνονται και απευθείας πτήσεις τσάρτερ στο τοπικό αεροδρόμιο Ερτζάν. Σκοπός είναι να χτιστούν 7 θεματικά ξενοδοχεία και να δημιουργηθεί ένα μίνι Las Vegas.  
Όλα αυτά έχουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον και παρουσιάζουν κοινές συνιστώσες, οι οποίες από τη μία μεριά έχουν να κάνουν με το ενδιαφέρον των επενδυτών και από την άλλη με την αποδοχή της εκάστοτε τοπικής κοινωνίας. Από τη μία μεριά οι επενδυτές εντοπίζουν «ευκαιρίες» σε όρους, όπως είναι η χαμηλότερη φορολογία, οι ελαστικές σχέσεις εργασίας και άλλα, λόγω του ότι ο τόπος έχει ανάγκη από επενδύσεις και θέσεις εργασίας, οπότε και προσπαθεί να δημιουργήσει ευνοϊκό επενδυτικό περιβάλλον. Από την άλλη μεριά έχουμε την τοπική κοινωνία, η οποία ουσιαστικά διψάει για επενδύσεις λόγω της έλλειψης ρευστότητας, θέσεων εργασίας και γενικά ευκαιριών, με αποτέλεσμα να είναι πολύ πιο δεκτική ακόμα και σε δημιουργία καζίνων.
Κατά την γνώμη μου το δίπολο καζίνο-τουρισμός δεν είναι πανάκεια, δηλαδή δεν θα μπορούσε να αποτελέσει τη λύση στα οικονομικά-κοινωνικά προβλήματα ενός τόπου, καθώς ο συνδυασμός των καζίνων με τον τουρισμό, από μόνος του είναι ένας περίεργος συνδυασμός. Οι δραστηριότητες που προσφέρουν τα καζίνα, είναι δραστηριότητες από πολλούς κατακριτέες, δεν συνδέονται άμεσα με το προσφερόμενο προϊόν του τόπου, ενώ πολλές φορές δημιουργούν ανησυχία για το είδος των ανθρώπων που θα προσεγγίσει το καζίνο, ως πυρήνας και κίνητρο προσέλκυσης τουριστών σε ένα τόπο. Το κίνητρο των ανθρώπων για επίσκεψη σε κάποιο καζίνο, πολλές φορές συνοδεύεται από εθισμό, ενώ άλλες φορές συνδέεται με παράνομες δραστηριότητες, κίνητρα τα οποία δεν είναι πολλές φορές τα επιθυμητά. Στο επίπεδο αυτό λοιπόν, θεωρώ ότι δε μπορεί να συγκριθεί άμεσα με άλλα είδη τουρισμού, ωστόσο μπορεί να προσφέρει εξίσου στην οικονομία και στην τοπική κοινωνία.



Αγρότες Αγροτουρισμός και Ανάπτυξη


Σε αυτό το άρθρο θα ήθελα να μιλήσω για τις προοπτικές ανάπτυξης  του αγροτουρισμού, ενός κλάδου που πραγματικά χρειάζεται ώθηση και που μπορεί να δώσει εναλλακτικές δυνατότητες απασχόλησης σε ανέργους, αν επιτέλους κάποια πράγματα γίνουν με τον σωστό τρόπο. Ανάμεσα στις δυσκολίες που αντιμετωπίζει η χώρα μας, έχει επισημανθεί πολλές φορές το ότι οι εισαγωγές μας τα τελευταία χρόνια είναι πολύ μεγαλύτερες από τις εξαγωγές. Ως προς τις εισαγωγές αγροτικών προϊόντων, φτάσαμε σε αυτό το σημείο επειδή δόθηκαν κίνητρα σε πολλούς αγρότες να μην παράγουν ή να παράγουν κάτι άλλο από αυτό που παρήγαν μέχρι τότε και φυσικά επειδή με τις δικές μας εισαγωγές ωφελούνται και οι «εταίροι μας». Αυτό βέβαια τοποθετεί τη χώρα μας σε μειονεκτική θέση και την εμποδίζει να στηριχθεί στις δικές της δυνάμεις και να αξιοποιήσει τον πλούτο της γης. Φυσικά όλα αυτά τώρα γίνονται αισθητά πιο έντονα από κάθε άλλη φορά.
Υπάρχουν πολλοί άνθρωποι που ζουν σε αγροτικές περιοχές και  ασκούν το αγροτικό επάγγελμα, όπως επίσης και άλλοι που κατάγονται από αγροτικές περιοχές και  λόγω της οικονομικής συγκυρίας θέλουν να επιστρέψουν στα χωριά τους και να ασχοληθούν με το γεωργικό επάγγελμα. Η αγροτική παραγωγή, από την στιγμή που υπάρχει ο αγρός μπορεί να συνδυαστεί και με την αντίστοιχη εναλλακτική μορφή τουρισμού που είναι ο αγροτουρισμός και να δοθεί έτσι η δυνατότητα για απασχόληση και σε πολλούς νέους.  Ο αγροτουρισμός έχει προωθηθεί σαν έννοια από το ίδιο το κράτος με σκοπό να δοθεί μία εναλλακτική δυνατότητα για την ανάπτυξη επιχειρηματικότητας στις αγροτικές περιοχές, η οποία θα συνδυάζει και την βιώσιμη ανάπτυξη. Η εφαρμογή του αγροτουρισμού περιλαμβάνει ένα ολοκληρωμένο πρόγραμμα ανάπτυξης ενός τόπου με πολλαπλές παρεμβάσεις που συγκλίνουν αλλά και οδηγούν στην ευημερία του τοπικού πληθυσμού (Παπακωνσταντινίδης Λ. 1992). Αυτός είναι ο στόχος άλλωστε, να αξιοποιηθούν πολλές αναξιοποίητες περιοχές της υπαίθρου, να αναζωογονηθεί η περιφέρεια και να δημιουργηθούν θέσεις εργασίας. Βέβαια θα πρέπει να υπάρχει ένας συνολικός σχεδιασμός για κάθε νομό που θα βασίζεται στη συνεργασία της Τοπικής Αυτοδιοίκησης και των τοπικών φορέων και επιχειρηματιών.
Στο φεστιβάλ AGRO Quality που έγινε στην Τεχνόπολη του Δήμου Αθηναίων στις 16/5/2011, ο πρόεδρος της Πανελλήνιας Ένωσης Νέων Αγροτών, Βασίλης Γιαννόπουλος, παρέθεσε κάποια προβλήματα που αντιμετωπίζουν σήμερα οι νέοι αγρότες. Ένα από τα μεγαλύτερα προβλήματα, όπως αναφέρει, είναι το ότι δεν έχει καθοριστεί το αντικείμενο των αγροτικών επαγγελμάτων, ενώ ο αγροτουρισμός ασκείται εδώ και 22 χρόνια στην Ελλάδα, χωρίς θεσμικό πλαίσιο. Ο αγροτουρισμός ορίζεται ως μία ήπια μορφή τουρισμού κατά την οποία οι επισκέπτες διαμένουν σε αγρόκτημα και συμμετέχουν σε αγροτικές εργασίες. Η ιδιαιτερότητά του είναι ότι, εκτός από την διαμονή, ο τουρίστας συμμετέχει ενεργά σε διάφορες δραστηριότητες. Ο αγροτουρισμός όμως, ενώ θα έπρεπε να ασκείται από επαγγελματίες αγρότες που θα είναι ιδιοκτήτες γης σε μία αγροτική περιοχή,  τελικά ασκείται και από επιχειρηματίες άλλων κλάδων, οι οποίοι μπορεί να προσφέρουν κατάλυμα, όμως δεν προσφέρουν αγροτουρισμό. Αυτό διαστρεβλώνει και την έννοια του αγροτουρισμού αλλά και αφαιρεί από τους αγρότες, το προνόμιο για τουριστική επιχειρηματικότητα. Πρέπει να γίνει αντιληπτή η σημαντικότητα του αγροτικού επαγγέλματος και να αντιμετωπιστεί ως μία ιδιαίτερη επαγγελματική ομάδα, μια και οι αγρότες έχουν να αντιμετωπίσουν επί πλέον, λόγω της φύσης του επαγγέλματος, ευμετάβλητες καιρικές συνθήκες και άλλους δυσμενείς εξωγενείς παράγοντες.  
Ο αγροτουρισμός θα έπρεπε να μπορεί να ενισχύσει τον αγρότη μέσα από την εκμετάλλευση καταλυμάτων και την τροφοδοσία των επισκεπτών με προϊόντα της ντόπιας αγροτικής παραγωγής αλλά και προϊόντα της τοπικής λαϊκής τέχνης, έτσι ώστε να συνδυαστούν και οι τρεις τομείς της παραγωγής μίας χώρας. Κάτι τέτοιο θα ενεργοποιούσε τον τοπικό πληθυσμό και θα έδινε τη δυνατότητα να αναπτυχθούν επιχειρηματικά αναξιοποίητες περιοχές και να διατηρηθεί η γεωργική γη. Ο αγροτουρισμός ακόμα, θα μπορούσε να λειτουργήσει και σαν εργαλείο εκπαίδευσης του κοινού για τη σημασία της γεωργίας και την συμβολή της στην οικονομία της χώρας και στην ποιότητα της ζωής. Οι συνεταιρισμοί έχουν παίξει σημαντικό ρόλο στην ανάπτυξη του γεωργικού  επαγγέλματος, όπως επίσης και τα δίκτυα μικρών αγροτουριστικών επιχειρήσεων. Εξάλλου, η ανάπτυξη του αγροτουρισμού αποτελεί κατευθυντήρια πολιτική της Ευρωπαϊκής Ένωσης με αποτέλεσμα μεγάλο ποσοστό Ευρωπαίων να κάνουν κάθε χρόνο αγροτουρισμό.
Το πρόβλημα στην Ελλάδα, εντοπίζεται στο ότι απουσιάζουν οι κατάλληλες πολιτικές με αποτέλεσμα να μην παρέχονται κίνητρα στους αγρότες και για να καλλιεργήσουν αλλά και να αναπτύξουν επιχειρηματικές δραστηριότητες. Δυστυχώς το νέο νομοθετικό πλαίσιο δημιουργεί περαιτέρω σύγχυση, καθώς δημιουργεί ξεχωριστές κατηγορίες επαγγελματικών δραστηριοτήτων, ενώ αφήνει και πολλά κενά όσον αφορά το θεσμικό πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται η κάθε κατηγορία, το ταμείο στο οποίο ανήκει ο κάθε επαγγελματίας και άλλα. Η σύγχυση έγκειται στο ότι οι αγροτουριστικές υπηρεσίες είναι τουριστικές υπηρεσίες που προσφέρονται από αγρότες και δε νοείται η άσκησή τους να γίνεται έξω από τον χώρο άσκησης του αγροτικού επαγγέλματος, όπως αναφέρεται στο νομοσχέδιο. Αυτό έρχεται σε αντίθεση με την αρχική έννοια του αγροτουρισμού, καθώς οποιαδήποτε δραστηριότητα έξω από τον αγροτικό χώρο δεν είναι αγροτουρισμός αλλά τουρισμός υπαίθρου. Γενικά θα μπορούσα να πω ότι υπάρχει μία σύγχυση στον διαχωρισμό των διαφορετικών μορφών εναλλακτικού τουρισμού και στον προσδιορισμό των δραστηριοτήτων που καλύπτει η κάθε μία. Για παράδειγμα όταν ο οινοτουρισμός ασκείται από αγρότες που καλλιεργούν αμπέλια είναι αγροτουρισμός.  Στο πλαίσιο μίας αγροτικής έκτασης, μπορούν να αναπτυχθούν διάφορες δραστηριότητες, που όμως πρέπει να εντάσσονται στον αγροτουρισμό, ο οποίος θα πρέπει να έχει μία ενιαία μορφή και να λειτουργεί συμπληρωματικά σε όλα τα αγροτικά επαγγέλματα. Η προσπάθεια δημιουργίας πολλών ορισμών εναλλακτικών μορφών τουρισμού δεν βοηθάει τους αγρότες, δημιουργεί σύγχυση όσον αφορά το τι είδος τουρισμού ασκεί ο κάθε επαγγελματίας, και συγχρόνως, αντί να ευνοήσει τους αγρότες, ευνοεί και άλλους επιχειρηματίες, οι οποίοι έτσι οικειοποιούνται δραστηριότητες που ανήκουν στους αγρότες και παράλληλα καρπώνονται και τα αντίστοιχα οφέλη. Έτσι τελικά χάνεται και η αρχική σημασία του αγροτουρισμού, που οφείλει να λειτουργεί προς όφελος των αγροτών. Ωστόσο για να μην τα βλέπουμε όλα αρνητικά, είναι σημαντικό έστω και το ότι δημιουργείται ένα πλαίσιο και μία οριοθέτηση δραστηριοτήτων και για τους αγρότες και για άλλους επαγγελματίες. Δεδομένου βέβαια ότι το νομοσχέδιο αυτό δεν αφορά μόνο τους αγρότες και τον αγροτουρισμό,  οι αντιδράσεις δεν προέρχονται μόνο από τους αγρότες αλλά και από άλλους επαγγελματίες, οι οποίοι διαφωνούν με την άποψη ότι θα πρέπει να είναι κανείς κατ’ επάγγελμα αγρότης για να κάνει αγροτουρισμό. Διαφωνούν επίσης με την δυναμικότητα των κλινών που ορίζεται στις 40, ισχυριζόμενοι ότι είναι πολύ λίγες για τη βιωσιμότητα των μονάδων, διαφωνούν με την δυνατότητα των αγροτών να δημιουργήσουν επιτυχημένες αγροτουριστικές μονάδες (λόγω έλλειψης πείρας και εκπαίδευσης) και για πολλά άλλα. Σε κάθε περίπτωση είναι αδύνατον να είναι όλοι ευχαριστημένοι, ο διάλογος όμως πάντα είναι κάτι θετικό, αρκεί βέβαια να καταλήγει σε αποτέλεσμα.
Οι αγροτικές κοινωνίες μπορούν να παίξουν σημαντικό ρόλο στο μέλλον της χώρας μας γενικότερα, αλλά και στην επαγγελματική αποκατάσταση πολλών νέων. Εκτός όμως από την ανάγκη ύπαρξης θεσμικού πλαισίου, οριοθέτησης των σχετικών επαγγελμάτων, συντονισμού και άλλων προαπαιτούμενων, μία άτυπη προϋπόθεση για την ενασχόληση με τον αγροτουρισμό είναι η αγάπη για τον τόπο. Η φιλοσοφία “να φτιάξω δωμάτια στο χωριό για να βγάλω κανένα φράγκο”, ούτε αγροτουρισμός είναι αλλά ούτε και επιτυχία μπορεί να έχει. Οι αγροτουριστικές δραστηριότητες πρέπει να περιέχουν την κουλτούρα, την ιστορία και τον πολιτισμό ενός τόπου και να γίνονται με αγάπη και σεβασμό στον τόπο και στο περιβάλλον. Οι άνθρωποι που δημιούργησαν  αγροτουριστικές μονάδες και δραστηριότητες με βάση αυτή τη φιλοσοφία, όχι μόνο πέτυχαν αλλά και κατάφεραν να περάσουν την αγάπη τους για τον τόπο τους και την γη τους στον κόσμο που τους επισκέπτεται, μαθαίνοντάς τους την κληρονομιά του τόπου.
Ο λόγος που ο αγροτουρισμός πρέπει να εφαρμόζεται από αγρότες κατά την γνώμη μου, είναι το ότι, για να μεταδοθούν βιωματικά όλα αυτά τα στοιχεία του τόπου στον επισκέπτη, πρέπει ο οικοδεσπότης να μπορεί να του παρέχει μία αυθεντική εμπειρία. Πράγμα που μπορεί να γίνει μόνο αν ο ίδιος γνωρίζει τον τόπο σε βάθος, ώστε να μπορεί να τον μυήσει σε αυτόν και να προσφέρει δραστηριότητες που θα του παρέχουν αυθεντικές εμπειρίες. Αυτό είναι που αναζητούν οι αγροτουρίστες και αυτό είναι και το ζητούμενο του αγροτουρισμού. Τα πράγματα σίγουρα είναι δύσκολα πλέον για όλους, αλλά ο εν δυνάμει αγρότης-επιχειρηματίας, συνδυάζοντας την παραγωγή με την εμπορία και την προσφορά υπηρεσιών, μπορεί να δημιουργήσει ένα συνολικό αγροτουριστικό προϊόν, που θα συνδυάζει την ανάπτυξη του πρωτογενή, του δευτερογενή και του τριτογενή τομέα της οικονομίας. Αυτή κατά την γνώμη μου είναι μια αισιόδοξη μελλοντική προοπτική για την ανάπτυξη της περιφέρειας, τη στήριξη των αγροτών  και την εναλλακτική επαγγελματική απασχόληση.       

Tourism on air!!


Την στιγμή που όλοι αγωνιούν για το μέλλον της χώρας, για την παραμονή μας ή όχι στο ευρώ, για το αν θα πτωχεύσουμε ή όχι, για το αν θα τηρήσουμε το μνημόνιο ή όχι και όλοι κρατάνε την αναπνοή τους για την επόμενη κίνηση, ο τουρισμός βρίσκεται και αυτός “στον αέρα”. Η χώρα βρίσκεται σε μία φρενήρη κατάσταση υποθέσεων, όπου κανείς αυτή την στιγμή δεν μπορεί να θεωρήσει τίποτα ως δεδομένο. O τουρισμός μας πάντα αντιμετώπιζε προβλήματα στρατηγικού σχεδιασμού, προβολής και αντιμετώπισης κρίσεων. Αυτή την στιγμή αντιμετωπίζουμε μία πολύ μεγάλη κρίση και αν δεχτούμε ότι ο τουρισμός αποτελεί την "βαριά μας βιομηχανία", θα έπρεπε να υπάρχει μηχανισμός διαχείρισης κρίσεων. Μέσα σε όλη αυτή την αναμπουμπούλα και τα προβλήματα που "βλέπουν" οι τουρίστες από την ελληνική κρίση, όπως είναι τα κλειστά λιμάνια, οι απεργίες των ταξί, των ναυτεργατών και των μέσων μαζικής μεταφοράς, οι διαδηλώσεις και η εγκληματικότητα, στα οποία πρόσφατα έχει προστεθεί και η πιθανότητα της πτώχευσης και της επιστροφής στην δραχμή, είναι φυσικό να υπάρχει ένας σκεπτικισμός για το κατά πόσον αυτοί που είχαν αποφασίσει να επισκεφτούν την χώρα μας θα το κάνουν και κατά πόσον αυτοί που έζησαν όλη αυτή την ταλαιπωρία θα θελήσουν να το διακινδυνέψουν ξανά. Από την άλλη μεριά, δε μπορείς να ζητήσεις ή να απαιτήσεις από ανθρώπους που διεκδικούν τα δικαιώματά τους να σιωπήσουν και να μην τα διεκδικήσουν, ούτε και μπορείς να τους υποδείξεις τον τρόπο με τον οποίο θα τα διεκδικήσουν. Καθώς όπως αποδεικνύεται σε πολλές περιπτώσεις, αν δεν τεθούν με κάποιο τρόπο “εκβιαστικά” διλήμματα, αποφάσεις δεν παίρνονται. Αν δεχτούμε λοιπόν την κατάσταση αυτή για την παρούσα φάση στην χώρα μας ως δεδομένη, μένει να αναρωτηθούμε για όλους αυτούς που εμπλέκονται στον τουρισμό με τον οποιονδήποτε τρόπο, από πάνω προς τα κάτω και από κάτω προς τα πάνω, πώς μπορεί η χώρα να διαχειριστεί αυτή την έκρυθμη κατάσταση.
Τα δεδομένα που έχουμε αυτή την στιγμή δεν είναι πολύ αισιόδοξα. Καμία ελληνική κυβέρνηση μέχρι στιγμής δεν έχει επενδύσει στον τουρισμό όπως θα έπρεπε, δεδομένης της μεγάλης συμβολής του και στην περιφερειακή ανάπτυξη και στην απασχόληση. Με το να μετονομάζεται συνεχώς η εποπτεύουσα αρχή και κατά συνέπεια να αλλάζουν συνεχώς και οι υπουργοί και δυστυχώς και η τουριστική πολιτική, δημιουργείται μία κατάσταση ασταθής, με σοβαρότερο αποτέλεσμα όλων, η χώρα να μην έχει και να μην μπορεί να προβάλει μία ενιαία ταυτότητα και μία ενιαία εικόνα. Παρόλα αυτά βέβαια, τόσα χρόνια καταφέρναμε να έχουμε και τουρίστες και κρατήσεις. Ίσως όχι όσο θα θέλαμε αλλά σε ένα αρκετά ικανοποιητικό επίπεδο.
Αυτή την έκτακτη στιγμή πριν από όλα τα άλλα που αφορούν την τουριστική ανάπτυξη της χώρας μας, το πιο σημαντικό είναι να υπάρχουν σταθερές δομές, στρατηγική, στοχευμένη προβολή και διαχείριση κρίσεων. Μπορεί για παράδειγμα να γίνονται κάθε εβδομάδα απεργίες, αλλά το κράτος θα πρέπει να φροντίσει να μην δίνεται μόνο αυτή η εικόνα της τουριστικής Ελλάδας προς τα έξω. Δεν πρέπει να περιμένουμε πάντα ότι κάποιος άλλος θα μας σώσει. Τελευταία βλέπουμε κάποιες κινήσεις, ιδιαίτερα συγκινητικές από τουριστικούς φορείς και ομάδες της ελληνικής ομογένειας στην Αμερική, στην Αυστραλία, την Αυστρία, τη Ρωσία και την Γερμανία με καμπάνιες που είναι χρηματοδοτούμενες από το κοινό, με σκοπό να αποκαταστήσουν την εικόνα που παρουσιάζει η χώρα μας προς τα έξω. Από την άλλη βλέπουμε και κινήσεις αγωνίας από τους tour operators οι οποίοι βλέποντας τις αρνητικές εξελίξεις στις κρατήσεις για την χώρα μας, κάνουν διάφορες κινήσεις «συμπαράστασης» όπως είναι οι δωροεπιταγές των 50 ευρώ για διακοπές στην Ελλάδα, πρωτοβουλία της γερμανικής αεροπορικής εταιρίας Condor. Πολύ συγκινητικά όλα αυτά, όμως με τέτοιες αποσπασματικές ενέργειες ουσιαστικά αποτελέσματα δεν πρόκειται να υπάρξουν. Ο τουρισμός μας είναι σε μία φάση που «κοιτάζει το δέντρο αντί να κοιτάζει το δάσος». Ένα παράδειγμα είναι και η αρνητική εικόνα που υπάρχει στην Γερμανία για την Ελλάδα και η μεγάλη πτώση των κρατήσεων. Φυσικά και αυτό είναι ένα πρόβλημα, όμως έχει πάρει πολύ μεγάλες διαστάσεις και δεν είναι αυτό το πρόβλημα που πραγματικά αντιμετωπίζει ο τουρισμός μας αυτή την στιγμή. Ένα πραγματικό πρόβλημα, είναι ότι το κράτος απουσιάζει, ο ΕΟΤ αποδυναμώνεται και χάνει αρμοδιότητες, χωρίς να υπάρχει στρατηγική και σχέδιο για το πώς θα λειτουργήσει το σύστημα και πώς ακριβώς θα μοιραστούν οι αρμοδιότητες, βλέποντας και πάλι την αδιαφορία του κράτους για την «βαριά μας βιομηχανία».
Ο ελληνικός τουρισμός χρειάζεται γερές βάσεις και θεμέλια, πάνω στα οποία θα χτιστούν η στρατηγική του, η προβολή του, η εικόνα του, τα προϊόντα του και το μέλλον του.

Οι Tour Operators και η ελληνική πραγματικότητα



Οι tour operators, το τελευταίο διάστημα έχουν βρεθεί στο επίκεντρο του τουριστικού ενδιαφέροντος. Είναι αλήθεια ότι με τον ίδιο τρόπο που μπορούν να αναδείξουν ένα προορισμό, μπορούν και να τον “σβήσουν από τον χάρτη”. Οι μεγάλοι  tour operators ουσιαστικά καθορίζουν τη ζήτηση για ένα προορισμό και διαμορφώνουν τον τουριστικό χάρτη. Έχουν τεράστια επιρροή, γι’ αυτό και έχει πολύ μεγάλη σημασία ο τρόπος που εκείνοι θα αντιδράσουν σε πιθανή μεταβολή των συνθηκών σε ένα προορισμό αλλά και σε έκτακτες συνθήκες. Φυσικά και δράττω την ευκαιρία για να αναφερθώ στα του οίκου μας.
Καταρχάς δεν νομίζω ότι υπάρχουν “καλοί” και “κακοί” tour operators. Το θέμα έχει να κάνει πιο πολύ με τα συμφέροντα και τις δεσμεύσεις που έχει ο κάθε tour operator σε ένα προορισμό και στην συνέχεια με την πολιτική που ακολουθεί γενικά και ειδικά σε περιπτώσεις κρίσεων. Γι’ αυτό και τελευταία βλέπουμε από άλλους σπασμωδικές ενέργειες, από άλλους “φιλικές”, από άλλους πιο οργανωμένες και πάει λέγοντας. Εφόσον οι tour operators είναι τουριστικοί οργανισμοί, που παρέχουν υπηρεσίες με γνώμονα το κέρδος,  λογικά, κανένας από αυτούς δεν θα ήθελε να βγει ζημιωμένος από ένα προορισμό, σε περίπτωση που αυτός γίνει “unfriendly” για τους επισκέπτες, για οποιανδήποτε εξωγενή ή ενδογενή αιτία. Επομένως, για τους tour operators είναι πολύ σημαντικό το risk management. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα τέτοιας αντιμετώπισης το καλοκαίρι που μας πέρασε, ήταν η περίπτωση της Αιγύπτου, που λόγω της Αραβικής Άνοιξης, οδήγησε τους tour operators στο να στραφούν σε άλλους γειτονικούς προορισμούς όπως είναι η Τουρκία και η Ελλάδα, μεταφέροντας έτσι δυναμικότητα από έναν προορισμό σε άλλους.
Ξεκίνησα με την παραπάνω εισαγωγή, για να αναφερθώ στη σχέση των tour operators με τη χώρα μας, και στον τρόπο με τον οποίο διαχειρίζονται την κρίσιμη κατάσταση που αντιμετωπίζουμε σε σχέση με τον τουρισμό. Πιο συγκεκριμένα όσον αφορά τα προβλήματα, στο επίκεντρο βρίσκονται η κακή εικόνα την οποία παρουσιάζει η Ελλάδα το τελευταίο διάστημα, ειδικά σαν τουριστικός προορισμός. Αυτό συμβαίνει λόγω της έκρυθμης κατάστασης που επικρατεί στην χώρα μας (απεργίες, κινητοποιήσεις, εγκληματικότητα και ακυβερνησία), και του φόβου που έχει προκληθεί σε αυτούς που ήθελαν να την επισκεφτούν για τις διακοπές τους. Ο φόβος αυτός επικεντρώνεται στην ανασφάλεια που υπάρχει, λόγω της παρατεταμένης οικονομικής κρίσης και των συνεπακόλουθών της, της ακυβερνησίας, και του πρόσφατου διλήμματος ευρώ ή δραχμή.  Από την άλλη μεριά έχουμε και τον τρόμο των tour operators που έχουν ήδη κλείσει συμφωνίες με τουριστικούς πράκτορες και με ξενοδοχεία σε διάφορους προορισμούς της χώρας μας και βλέπουν τις κρατήσεις όλο και να μειώνονται. Ο ρόλος τους λοιπόν εδώ, στην ιδιαίτερα δύσκολη περίοδο που διανύουμε είναι καθοριστικός. Βέβαια και η στάση που θα κρατήσουν είναι ιδιαίτερα δύσκολη, καθώς θα πρέπει να τοποθετηθούν με τρόπο ώστε να καθησυχάσουν τον κόσμο, αντί να τον τρομάξουν αλλά και χωρίς να αναλάβουν ευθύνες που ουσιαστικά δεν τους αναλογούν.
Για να περάσω και σε κάποια παραδείγματα θα ξεκινήσω από την περίπτωση του γερμανικού τουριστικού οργανισμού TUI, ο οποίος προσπαθεί να καθησυχάσει τους πελάτες του δίνοντάς τους συμβουλές και κατευθύνσεις, χωρίς να παίρνει συγκεκριμένη θέση σε πολλά αναπάντητα ερωτήματά τους, ένα από τα οποία είναι και το αν η χώρα θα φύγει από το ευρώ. Όσον αφορά τώρα στο είδος των συμβουλών και των κατευθύνσεων, μπορεί να υπάρχουν αντιρρήσεις. Εδώ θα μπορούσα να αναφερθώ για παράδειγμα στην συμβουλή να έχουν μαζί τους οι τουρίστες πολλά μετρητά σε ευρώ, σε περίπτωση επιστροφής της Ελλάδας στη δραχμή. Αυτό σαν συμβουλή, από τη μία θα μπορούσαμε να πούμε ότι μπορεί να έχει θετική προέκταση, αφού ουσιαστικά τους δίνεται μία λύση προκειμένου να έρθουν στην χώρα μας, από την άλλη όμως θα μπορούσε να έχει και αρνητικές επιπτώσεις, αφού κατά κάποιο τρόπο επιβεβαιώνεται έτσι η ανησυχία τους. Μια άλλη περίπτωση είναι αυτή του βρετανικού τουριστικού οργανισμού ABTA, που και αυτός προσπαθεί να καθησυχάσει τους πελάτες του, τονίζοντας πως η Ελλάδα παραμένει ελκυστική, πως οι απεργίες και η εγκληματικότητα περιορίζονται στα αστικά κέντρα  και πως, ακόμα και στην περίπτωση της επιστροφής στην δραχμή, θα υπάρξει μία μεταβατική περίοδος που θα χρησιμοποιείται το ευρώ. Ενώ έχουμε και ολόκληρη καμπάνια για τη βελτίωση της εικόνας της Ελλάδας στην Γερμανία από τον τουριστικό οργανισμό Alltours, ο οποίος εμφανίζεται ιδιαίτερα φιλικός απέναντι στην Ελλάδα ή τουλάχιστον έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την βελτίωση της εικόνας της στη Γερμανία. Στο πλαίσιο της “ελληνογερμανικής φιλίας” έχουμε την υποστήριξη και των έξι μεγαλύτερων tour operators της Γερμανίας (TUI, 1-2 Fly, Thomas Cook, Jahn Reisen  Neckermann Reisen, και ITS) οι οποίοι προσπαθούν να αναστρέψουν το αρνητικό κλίμα  που υπάρχει για την Ελλάδα, κάνοντας διαφημιστικές εκστρατείες.
 Την ίδια στιγμή έχουμε και το φαινόμενο του εκβιασμού από Tour Operators για ακυρώσεις συμβολαίων, αν δεν τηρηθούν και υπογραφούν συγκεκριμένες δεσμεύσεις και όροι. Ένα τέτοιο παράδειγμα είναι η περίπτωση του σκανδιναβικού οργανισμού TUI Nordic λίγους μήνες πριν, που απειλούσε με ακυρώσεις συμβολαίων, αν δεν υπογραφούν συγκεκριμένοι όροι σε περίπτωση αλλαγής νομίσματος.
Από τα παραπάνω βλέπουμε ότι οι “Tour Operators” μπορούν να διαμορφώσουν την εικόνα ενός προορισμού και να επηρεάσουν την τουριστική ζήτηση και την τουριστική κίνηση. Προς το παρόν αυτό που βλέπουμε στη συμπεριφορά τους,  λόγω της κρισιμότητας της περιόδου, είναι ότι προσπαθούν να διασφαλίσουν τα συμβόλαιά τους και τις δεσμεύσεις που είχαν ήδη με τη χώρα μας. Για το λόγο αυτό καταστρώνουν σχέδια έκτακτης ανάγκης, ενώ προσπαθούν παράλληλα να καθησυχάσουν τους τουρίστες, ώστε να μη χαθεί αυτή η τουριστική σεζόν και οι απώλειες για αυτούς και για την Ελλάδα να είναι όσο το δυνατόν λιγότερες. Στην κρίσιμη αυτή περίοδο βλέπουμε επίσης και ποιοι πρόσκεινται πιο φιλικά απέναντι στην Ελλάδα ή ποιων τα συμφέροντα πλήττονται περισσότερο από την παρούσα κατάσταση, γι’ αυτό και καταφεύγουν σε πιο άμεσες και πομπώδεις αντιδράσεις.
 Βέβαια το θέμα είναι ότι οι tour operators τώρα, προσπαθούν να διασφαλίσουν τα συμφέροντά τους για δεσμεύσεις και συμβόλαια που έχουν υπογραφεί ήδη. Τι θα γίνει όμως του χρόνου; Θα είναι η Ελλάδα μέσα στους προορισμούς που θα αναλάβουν να προωθήσουν οι Tour Operators ή όχι; Θα υπογραφούν καινούργια συμβόλαια; Και αν ναι, με ποιους όρους; Είτε το θέλουμε είτε όχι, είναι απαραίτητη η παρουσία τους στην ελληνική τουριστική αγορά, ακόμα και αν οι τιμές με τις οποίες “αγοράζουν” κλίνες είναι πολύ χαμηλές.
Θέλω να καταλήξω στο ότι θα πρέπει να κάνουμε και εμείς κάτι για την αναστροφή του κλίματος και για την προώθηση της Ελλάδας. Σαν προορισμός τηρούμε μία παθητική στάση και όπου μας πάει ο άνεμος εκεί πηγαίνουμε και εμείς. Ίσως τελευταία να γίνονται κάποιες ενέργειες, που όμως δεν επαρκούν. Όπως έχω αναφέρει και σε άλλο άρθρο μου, δεν πρέπει να περιμένουμε πάντα ότι κάποιος άλλος θα μας σώσει. Παρόλες τις δυσκολίες, πρέπει να περάσουμε στην αντεπίθεση και με ότι μέσα διαθέτουμε να διεκδικήσουμε τα κεκτημένα μας, πράγμα που απαιτεί ιδιαίτερα “επιθετική” πολιτική και στρατηγική, η οποία να ανταποκρίνεται και στην κρισιμότητα της περιόδου.  

ΕΛΛΑΔΑ-ΤΟΥΡΚΙΑ.. «Ανταγωνισμός, Συνεργασία, ή μήπως και τα δύο;;»


Για λόγους ιστορικούς, Ελλάδα και Τουρκία υπήρξαν προαιώνιοι εχθροί. Τα τελευταία όμως χρόνια, κυρίως έπειτα από την ένταξη της Ελλάδας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, οι σχέσεις των δύο χωρών έχουν αρκετά εξομαλυνθεί για λόγους αμοιβαίων συμφερόντων.
Στο παρόν άρθρο δεν σκοπεύω να ασχοληθώ με αναλύσεις για την πολιτική, οικονομική, γεωπολιτική σχέση ανάμεσά στις δύο χώρες, αλλά να  επικεντρωθώ στο θέμα του τουρισμού.
Λόγω της γειτνίασης των δύο χωρών, θα μπορούσαμε να πούμε ότι υπάρχουν ομοιότητες όσον αφορά το κλίμα, τη μορφολογία, την ελληνικότητα των παραλιακών κυρίως περιοχών της Τουρκίας και το αντίστροφο (λόγω της ανταλλαγής των πληθυσμών) και άλλες. Ωστόσο εντοπίζονται και πολύ μεγάλες διαφορές, όπως είναι η θρησκεία, ο πολιτισμός, τα ήθη, τα έθιμα και οι παραδόσεις, διαφορές αγεφύρωτες. Όσον αφορά τον τουρισμό, θα μπορούσα να πω ότι οι ομοιότητες πιο πολύ εντοπίζονται στο είδος του τουρισμού που προωθούν και οι δύο χώρες και δεν είναι άλλο από τον μαζικό τουρισμό των 4S (Sea, Sun, Sand, Sex). Η Ελλάδα βέβαια μπορεί να έχει πολύ μεγαλύτερες δυνατότητες τουριστικής ανάπτυξης, λόγω των πολυάριθμων νησιών και της ποικιλίας του εδάφους, που δημιουργεί δυνατότητες ανάπτυξης εναλλακτικών μορφών τουρισμού. Σε συνδυασμό μάλιστα με την ιστορία και τον πολιτισμό μας, όπως δεν κουραζόμαστε να επαναλαμβάνουμε, μας προσδίδει ένα σημαντικό ανταγωνιστικό πλεονέκτημα. Ενώ όμως εμείς αναλωνόμαστε σε συζητήσεις επί συζητήσεων, χρόνια ολόκληρα, καθώς όλο και κάποιο εμπόδιο παρουσιάζεται, που θα οδηγήσει στην αναβολή μίας διαδικασίας, οι “διπλανοί” μας πράττουν! Και όταν λέμε πράττουν εννοούμε, ότι πραγματοποιούν επενδύσεις, δημιουργούν υποδομές, αφουγκράζονται τις ανάγκες της αγοράς, αξιοποιούν τα ανταγωνιστικά τους πλεονεκτήματα και δημιουργούν τελικά «ζήτηση».
Έτσι από τους γείτονες προσφάτως έχουμε τις εξής τουριστικές επιδόσεις: Επένδυση στο αεροδρόμιο της Αττάλειας, με αποτέλεσμα την αύξηση της δυναμικότητάς του, σε 21.000.000 επιβάτες. Ανακατασκευή του λιμανιού της Σμύρνης, με τη δημιουργία λιμανιού μόνο για κρουαζιερόπλοια, δημιουργία θεματικού πάρκου στα περίχωρα της Κωνσταντινούπολης με έκταση 1,6 εκ. τ.μ. και άλλα. Με μία πολύ μεγάλη επένδυση να βρίσκεται στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος, το οποίο και είναι ο ιατρικός τουρισμός. Μιλάμε για απευθείας στόχευση στον ιατρικό τουρισμό, μέσα από ένα οργανωμένο πλάνο τουριστικού σχεδιασμού και προσφορά οργανωμένων πακέτων ιατρικών και τουριστικών υπηρεσιών υψηλού επιπέδου. Στόχος τους είναι η δημιουργία ελεύθερων ζωνών υγείας, στα παράλια του Αιγαίου,  με σκοπό την προσέλκυση ξένων επενδύσεων, κάτι που ήδη φαίνεται ότι λειτουργεί θετικά, καθώς έχουν προχωρήσει και σε νομοθετικές ρυθμίσεις σε θέματα φορολογίας και  γραφειοκρατίας, δημιουργώντας επενδυτικά κίνητρα. Αυτή την στιγμή 2.500 εταιρίες δραστηριοποιούνται στον χώρο αυτό, θα λειτουργήσουν 90 κλινικές και απασχολούνται 2.500 άτομα. Σκοπός της νέας επένδυσης είναι να αρχίσει να δέχεται επισκέπτες από το 2014.
Τα παραπάνω αφορούν μόνο κάποια παραδείγματα από επενδύσεις που κάνουν οι ίδιοι στη χώρα τους. Παράλληλα όμως, έχουν στρέψει το ενδιαφέρον τους σε επίπεδο επενδύσεων και συνεργασιών προς άλλες χώρες όπως είναι η Ελλάδα.
Υπάρχει έντονο ενδιαφέρον για επενδύσεις στην Ελλάδα σε μαρίνες και λιμάνια και  ήδη η μαρίνα της Μυτιλήνης έχει εκμισθωθεί από ένα τουρκικό όμιλο σε συνεργασία με την Folli Follie Group. Πρόσφατα επίσης έχει εκδηλωθεί ενδιαφέρον και για τη δημιουργία καζίνου στην Χίο. Το κομμάτι της κρουαζιέρας ωστόσο μονοπωλεί το ενδιαφέρον και της τουρκικής πλευράς, που είναι θετικά προσκείμενη στην συνεργασία των λιμανιών Σμύρνης και Πειραιά.  Ήδη υπάρχουν τουρκικοί όμιλοι που αναμένουν με “αγωνία” τις πολυπόθητες ελληνικές αποκρατικοποιήσεις.  
Το τελευταίο διάστημα όλο και πιο πολύ συζητιούνται θέματα ελληνοτουρκικής συνεργασίας στο κομμάτι του τουρισμού, ενώ η Ελλάδα έχει αρχίσει να παρέχει διευκολύνσεις για να προσεγγίσει περισσότερους Τούρκους τουρίστες. Κάτι που ξεκίνησε και μέσω του πιλοτικού προγράμματος που εφαρμόστηκε αυτό το καλοκαίρι σε Μυτιλήνη, Χίο, Ρόδο, Σάμο και Κω με τη Visa Schengen. Πράγμα πολύ θετικό, καθώς έτσι θα δημιουργηθούν διευκολύνσεις στην πρόσβαση πολλών Τούρκων που ήθελαν να επισκεφτούν την Ελλάδα και αντιμετώπιζαν προβλήματα, λόγω της δυσκολίας έκδοσης Visa. Εκτός λοιπόν από την Τουρκία και η Ελλάδα εμφανίζεται θετικά προσκείμενη σε θέματα συνεργασίας, απ’ ότι φάνηκε και από συνάντηση που είχαν πρόσφατα η υπουργός τουρισμού Ο. Κεφαλογιάννη  με τον υπουργό Ναυτιλίας και Αιγαίου Κ. Μουσουρούλη, όπου πρωτίστως έγινε κοινά αποδεκτό ότι η κυβέρνηση θα πρέπει να θέσει στο επίκεντρο της ανάπτυξης τον τουρισμό και δη τον τουρισμό κρουαζιέρας. Σε αυτό το πλαίσιο έγινε και συνάντηση της υπουργού, με αντιπροσωπεία του “TURSAB” (Σύνδεσμος Τουριστικών Πρακτόρων της Τουρκίας) και εκπροσώπους του “HATTA” (Σύνδεσμος των εν Ελλάδι Τουριστικών και Ταξιδιωτικών Γραφείων), όπου συμφωνήθηκε ότι πρέπει να υπάρξει συνεργασία μεταξύ των δύο χωρών στο κομμάτι του τουρισμού και επισημάνθηκε ότι ένα μεγάλο ποσοστό Τούρκων που επισκέπτονται την Ελλάδα, έρχονται για θαλάσσιο τουρισμό. Ακόμα, κατά την διάρκεια του forum του “Seatrade Turkish Cruise Ship”  που έγινε στη Σμύρνη και αφορούσε την ανάπτυξη της κρουαζιέρας, ο πρόεδρος του ΟΛΠ Α.Ε.  Γιώργος Ανωμερίτης σε συνάντησή του με τον πρόεδρο του Εμπορικού Επιμελητηρίου της Σμύρνης  Ekrem Demirtas και εκπροσώπους άλλων φορέων και εταιριών, τόνισε την ανάγκη συνεργασίας για την ανάπτυξη της κρουαζιέρας στην ανατολική Μεσόγειο και στο Αιγαίο και την συνεργασία των λιμανιών Σμύρνης και Πειραιά. Είναι εμφανής η φιλοτουρκική προσέγγιση της Ελλάδας και από πρόσφατες δηλώσεις της υπουργού σε τουρκικό περιοδικό, όπου τονίστηκε η επιθυμία κοινών ενεργειών και κοινών πακέτων διακοπών.
Αυτή λοιπόν είναι η ελληνική στάση το τελευταίο διάστημα, όσον αφορά τον τουρισμό. Ωστόσο βέβαια, αυτό δεν σημαίνει ότι η Τουρκία δεν θεωρείται πια ανταγωνιστής, είναι και άμεσος μάλιστα. Αν και τα μεγέθη δεν είναι συγκρίσιμα, όταν για παράδειγμα η Τουρκία έχει τον εξαπλάσιο αριθμό τουριστικών σκαφών από την Ελλάδα. Κατά τη γνώμη μου, η φιλοτουρκική προσέγγιση που υπάρχει από την χώρα μας το τελευταίο διάστημα,  οφείλεται πρωτίστως στην μεγάλη άνοδο που έχει σημειώσει η Τουρκία ως τουριστικός προορισμός, στην οικονομική κρίση, στην ανάγκη προσέλκυσης επενδύσεων και στην επανεξέταση κάποιων συνθηκών οι οποίες θα μπορούσαν να προσδώσουν και κάτι επιπλέον στο τουριστικό προϊόν που προφέρει η Ελλάδα. Στο πλαίσιο αυτό, ελλείψει κεφαλαίων για πραγματοποίηση επενδύσεων, μικροκομματικών συμφερόντων, αλλά και της γενικότερης ασυνεννοησίας που πάντα κατέτρεχε τη χώρα μας, η Ελλάδα έχει μείνει πίσω σε πολλά σημεία που θα μπορούσαν να δώσουν ισχυρή ώθηση στον τουρισμό και κατ’ επέκταση και στα οικονομικά της χώρας. Η συνεργασία λοιπόν της Ελλάδας με την Τουρκία, θα μπορούσε να εμπλουτίσει το τουριστικό της προϊόν, να διευρύνει τις αγορές στις οποίες απευθύνεται και να δημιουργήσει αμοιβαίο όφελος. Με ιδιαίτερη προσοχή πάντα στο κομμάτι των επενδύσεων και την απόδοση που αυτές θα έχουν για την χώρα μας.  

Οίνος, εξαγωγές και τουρισμός;;


Η επιθυμία μου να γράψω κάτι για τον οίνο, ήρθε μέσα από ένα άρθρο που διάβασα πρόσφατα, για την αύξηση της εξαγωγικής δραστηριότητας Ελλήνων παραγωγών κρασιού στην Κίνα. Αυτό με οδήγησε σε μία μίνι-έρευνα για την αγορά της Κίνας και τις προοπτικές που ανοίγονται εκεί.
Η αγορά κρασιού της Κίνας αποτελεί μία από τις ταχύτερα αναπτυσσόμενες αγορές, με ετήσιο ρυθμό αύξησης να υπερβαίνει το 30% τα 5 τελευταία χρόνια. Η αύξηση αυτή οφείλεται στην αναδυόμενη μεσαία τάξη, που δημιουργεί ένα νέο καταναλωτικό κοινό το οποίο συνδέει την αγορά κυρίως εισαγόμενου κρασιού με το κύρος και την κοινωνική καταξίωση. Τα εισαγόμενα κρασιά κατέχουν ένα μικρό μερίδιο της αγοράς, με πρώτα στις προτιμήσεις τα γαλλικά κρασιά ενώ τα ελληνικά κρασιά έχουν ένα πολύ μικρό μερίδιο της αγοράς. Ωστόσο η αγορά της Κίνας είναι ακόμα ανοιχτή και αδιαμόρφωτη όσον αφορά την οινική κουλτούρα των Κινέζων και την επιλογή των κρασιών, αφήνοντας μεγάλο περιθώριο διείσδυσης νέων προϊόντων στην αγορά.
Σύμφωνα με έρευνα του Γραφείου Οικονομικών και Εμπορικών Υποθέσεων της Ελλάδας στο Πεκίνο, που έγινε τον Φεβρουάριο του 2011 για τις εισαγωγές  κρασιού στη Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας, η αύξηση των εισαγωγών αποτελεί στόχο ενός πενταετούς πλάνου ανάπτυξης για την περίοδο 2011-2015 με σκοπό την εξισορρόπηση του εμπορικού της ισοζυγίου και την αύξηση της εγχώριας ζήτησης. Εξάλλου, η κυβερνητική πολιτική περί επισιτιστικής αυτάρκειας στην Κίνα ευνοεί την αγορά κρασιού από σταφύλια. Αυτό γίνεται για να εξοικονομηθούν διατροφικοί πόροι για τις ανάγκες του κινέζικου πληθυσμού, δεδομένου ότι τα παραδοσιακά κινεζικά κρασιά γινόντουσαν από ρύζι και δημητριακά. Επίσης επειδή θεωρείται ότι οι αμπελοκαλλιέργειες θα έχουν καλύτερη απόδοση για το εισόδημα των Κινέζων αγροτών. Το 85% της κατανάλωσης κρασιού καλύπτεται από την εγχώρια παραγωγή, ενώ το υπόλοιπο εισάγεται από 70 περίπου προμηθεύτριες χώρες. Το κρασί από σταφύλια αποτελεί είδος πολυτελείας για το μεγαλύτερο μέρος των κινέζων καταναλωτών, καθώς δεν αποτελεί μέρος της καθημερινής τους διατροφής. Ενδεικτικά η μέση ετήσια ατομική κατανάλωση κρασιού στην Κίνα είναι 0,85 λίτρα ενώ στην Ελλάδα περίπου 30 λίτρα. Το κόκκινο κρασί προτιμάται από το λευκό λόγω χρώματος, καθώς αποτελεί σύμβολο καλοτυχίας στην κινεζική παράδοση. Τα εισαγόμενα κρασιά προτιμώνται κυρίως σε χώρους μαζικής εστίασης και σαν δώρο την περίοδο των εορτών, ενώ εντυπωσιακό είναι ότι ο ρυθμός αύξησης των εισαγωγών του εμφιαλωμένου οίνου είναι πολύ μεγαλύτερος από το χύμα. Η αγορά κρασιού συγκεντρώνεται στα μεγάλα αστικά κέντρα της ανατολής και του νότου καθώς και σε πόλεις με πολλούς ξένους όπως το Πεκίνο. Ανταγωνισμός ανάμεσα στην εγχώρια παραγωγή και στα εισαγόμενα κρασιά δεν υπάρχει, καθώς κυμαίνονται σε διαφορετικό επίπεδο όσον αφορά την ποιότητα αλλά και σε διαφορετικές τιμές. Σημαντικό ρόλο ωστόσο για την εδραίωση κάποιου οινοπαραγωγού στην καινούργια αυτή αγορά παίζει η τοποθέτηση που θα κάνει στην αγορά και στο σημείο αυτό πολύ σημαντικό ρόλο παίζει η επιλογή του διανομέα. Αυτό γιατί τα εισαγόμενα κρασιά έχουν να αντιμετωπίσουν το μειονέκτημα της ευνοϊκής μεταχείρισης των εγχώριων προϊόντων από τα υπάρχοντα κανάλια διανομής. Έτσι είναι πολύ σημαντικό να επιλεχθεί ένας αξιόπιστος διανομέας ο οποίος θα προωθήσει τα προϊόντα στην αγορά. Δεδομένου λοιπόν ότι η αγορά της Κίνας είναι μέσα στις 10 μεγαλύτερες αγορές κρασιού στον κόσμο, υπάρχουν μεγάλες δυνατότητες για τα ελληνικά κρασιά να αυξήσουν την παρουσία τους στην αγορά αυτή. Τα κριτήρια με τα οποία αγοράζουν οι κινέζοι καταναλωτές ένα κρασί είναι πρώτα η τιμή και μετά η χώρα προέλευσης. Τα εισαγόμενα κρασιά έχουν συνδεθεί κυρίως με τη Γαλλία, την Ιταλία και την Ισπανία.  Όμως υπάρχει περιθώριο για την Ελλάδα να ανταγωνιστεί στην ποιότητα και κυρίως στην διαφορετικότητα των τοπικών της ποικιλιών. Οι Κινέζοι καταναλωτές πρέπει να γνωρίσουν την ιστορία και τον πολιτισμό της Ελλάδας και αυτό να συνδεθεί με τις ιδιαίτερες ποικιλίες κρασιού που διαθέτουμε. Θα πρέπει επομένως να υπάρχει ένα μακροπρόθεσμο στρατηγικό σχέδιο για την προώθηση του ελληνικού κρασιού στην Κίνα στο οποίο θα πρέπει να ληφθούν υπόψη και να αξιοποιηθούν οι ιδιαιτερότητες της αγοράς.
Κάτι πολύ θετικό είναι ότι τα ελληνικά κρασιά πήραν πολλές διακρίσεις στον Διεθνή Διαγωνισμό China Wine Awards που διοργανώθηκε στις 20 Φεβρουαρίου του 2012, ενώ ξεχώρισαν το κτήμα «Κίκονες» από την Θράκη και το κτήμα «Σέμελη» στην Σταμάτα Αττικής. Αυτή την στιγμή δέκα Έλληνες παραγωγοί εξάγουν στην Κίνα και μέσα στο 2011 έστειλαν 600.000 φιάλες κρασιού. Ξεχωρίζει ωστόσο ο συνεταιρισμός Vaeni Νάουσα, ο οποίος έχει τη μεγαλύτερη εξαγωγική δραστηριότητα στην Κίνα, καθώς οι εξαγωγές του το 2011 έφτασαν τις 450.000 φιάλες και αναμένεται το 2012 να τριπλασιαστούν. Ο συνεταιρισμός αυτός αποτελείται από 200 αμπελουργούς οι οποίοι προωθούν την ελληνική ποικιλία του ξινόμαυρου οίνου.  Οι τιμές των εξαγωγών στην Κίνα, είναι υψηλότερες από τις τιμές στην Ελλάδα, κυμαίνονται από 2 έως 14 ευρώ και αυτό λόγω του ιδιαίτερου ενδιαφέροντος των Κινέζων για το κρασί. Είναι πολύ σημαντικό όμως το ελληνικό κρασί να διαμορφώσει μία «μάρκα» στην αγορά της Κίνας και κυρίως να διαμορφώσει ένα σχετικά ενιαίο τιμολόγιο είτε όταν πουλιέται χύμα είτε εμφιαλωμένο. Εδώ θα ήθελα να σημειώσω ότι εκτός από την αγορά της Κίνας αύξηση στην ζήτηση των ελληνικών κρασιών εμφανίζεται και στη Ρωσία και  τη Βραζιλία, οι οποίες επίσης αποτελούν αναδυόμενες αγορές. 
Το κρασί δεν αποτελεί ένα «άψυχο» προϊόν, αλλά συνδέεται με τη ζωή των ανθρώπων, την ιστορία και τον πολιτισμό τους. Συνδέεται με «ζωντανά» κτήματα και με παραγωγούς που δουλεύουν με μεράκι και αγάπη για τη γη τους. Έτσι οι εξαγωγές κρασιού εκτός του ότι φέρνουν εισόδημα στους παραγωγούς, κάνουν γνωστή την χώρα μας σαν μία χώρα με οινική παράδοση και δημιουργούν κίνητρο σε ανθρώπους που έχουν ενδιαφέρον για τον οίνο, να έρθουν στην Ελλάδα να γνωρίσουν την ιστορία και τον πολιτισμό της μέσα από το κρασί, να περιδιαβούν στους περίφημους δρόμους του κρασιού και να γνωρίσουν από κοντά τον παραγωγό και το κτήμα του. Οι οινοτουρίστες είναι συνήθως τουρίστες με υψηλό εισόδημα που έχουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον και αντιμετωπίζουν το κρασί σαν hobby. Κάθε νέα αγορά που ανοίγεται για εξαγωγές δημιουργεί μία νέα εν δυνάμει τουριστική αγορά. Και πάλι πολύ σημαντικό σε αυτό το σημείο είναι ο τρόπος με τον οποίο θα εισέλθει ένα ελληνικό προϊόν σε μία νέα αγορά, το πώς θα τοποθετηθεί και με τι θα συνδεθεί έτσι ώστε να ξεχωρίσει και το προϊόν αλλά και η χώρα προέλευσης. Θα πρέπει λοιπόν να υπάρχει κατά την γνώμη μου μία διπλή στόχευση.
Ο οινοτουρισμός, είναι μία εναλλακτική μορφή τουρισμού στο πλαίσιο της οποίας λαμβάνουν χώρα δραστηριότητες που συνδέονται με το πολιτιστικό περιβάλλον μίας οινοπαραγωγικής περιοχής, και εκτός από την δοκιμή κρασιών σε αυτόν περιλαμβάνονται δραστηριότητες πολιτιστικού, λαογραφικού και ψυχαγωγικού ενδιαφέροντος. Στόχος είναι η ανάδειξη του πλούτου της περιοχής, η διοργάνωση επιμορφωτικών σεμιναρίων και οι ξεναγήσεις στους χώρους των οινοποιείων, καθώς και η παροχή υπηρεσιών φιλοξενίας και εστίασης.
Ο οινοτουρισμός εμφανίζει ιδιαίτερη δυναμική σε χώρες όπως η Γαλλία και η Αυστραλία κάτι που δείχνει ότι υπάρχει μέλλον σε αυτή την μορφή τουρισμού αλλά και προοπτικές ανάπτυξης και για την Ελλάδα. Τα περισσότερα ελληνικά οινοποιεία είναι πλέον επισκέψιμα, θα πρέπει όμως να αποτελέσουν μέρος του ευρύτερου οινοτουριστικού προϊόντος. Αυτό σημαίνει ότι πέραν της διαμόρφωσης ενός επισκέψιμου οινοποιείου, αυτό θα πρέπει να μετατραπεί και σε τουριστικό προϊόν και μέσα στο πλαίσιο του παραπάνω ορισμού να προσφέρει στους τουρίστες «όλο το πακέτο». Θα πρέπει λοιπόν η περιοχή να διαμορφωθεί κατάλληλα ώστε να προσφέρει δραστηριότητες στους οινοτουρίστες μέσα από περιπάτους και ξεναγήσεις, καθώς και επισκέψεις σε άλλα ενδιαφέροντα σημεία πολιτιστικού ενδιαφέροντος, ενώ κοντά στην περιοχή θα πρέπει να υπάρχουν και χώροι φιλοξενίας και εστίασης, έτσι ώστε να προσφέρεται ένα συνολικό προϊόν. Οι επαγγελματίες που θέλουν να προσεγγίσουν οινοτουρίστες όμως, θα πρέπει να αποκτήσουν οινοτουριστική κουλτούρα, να καταλάβουν δηλαδή ότι πλέον το προϊόν τους θα πρέπει να γίνει πιο τουριστικό και να κινηθούν με τον ανάλογο τρόπο.
Ιδιαίτερα σημαντικό είναι ότι έχουν ήδη αναπτυχθεί ενώσεις και δίκτυα οινοτουριστικών επιχειρήσεων, όπως οι Δρόμοι του Κρασιού και τα Ανοιχτά Οινοποιεία (Open Wineries) στην Κρήτη, που προωθούν τον οινοτουρισμό, στηρίζουν τα οινοποιεία και εξασφαλίζουν την ποιότητα των προϊόντων. Προσπαθούν επίσης να προσφέρουν ένα εμπλουτισμένο προϊόν που προσφέρει επισκέψεις σε οινοποιεία, περιπάτους στους Δρόμους του Κρασιού, οινογνωσία, γευσιγνωσία σε εστιατόρια και ταβερνεία, διαμονή σε επιλεγμένα ξενοδοχεία και άλλες εναλλακτικές δραστηριότητες.
Κλείνοντας, μέσα από την παραπάνω αναφορά και την περιγραφή μιας νέας αναδυόμενης οινικής αγοράς, της Κίνας, ήθελα να δείξω τις ευκαιρίες που παρουσιάζονται μέσω των εξαγωγών σε νέες αναδυόμενες αγορές και το πώς αυτές μπορούν να λάβουν διττό χαρακτήρα μέσα από την παράλληλη στόχευση «εξαγωγές και τουρισμός». Και στις δύο αυτές έννοιες η επιτυχία έχει να κάνει με την σωστή τοποθέτηση του προϊόντος, τη μελέτη των χαρακτηριστικών της νέας αγοράς, τον τρόπο της διανομής του προϊόντος, την σύνδεση του με την Ελλάδα και τον πολιτισμό της, την δημιουργία μίας «μάρκας» και με την κατάλληλη προώθησή του. Αφού έχουμε τα προϊόντα, ας μάθουμε να τα αξιοποιούμε!  

Θαλάσσιος Τουρισμός


Σε αυτό το άρθρο θα ήθελα να μιλήσω για μία από τις δυναμικότερες μορφές εναλλακτικού τουρισμού, τον θαλάσσιο τουρισμό. Ο θαλάσσιος τουρισμός ενθαρρύνει τη συμμετοχή του επισκέπτη σε εμπειρίες και δραστηριότητες αναψυχής  που συνδέονται με το θαλάσσιο και το παράκτιο περιβάλλον. Στον  θαλάσσιο τουρισμό εντάσσονται υποκατηγορίες όπως είναι ο παράκτιος τουρισμός, ο αλιευτικός τουρισμός, ο θαλάσσιος αθλητικός τουρισμός, ο καταδυτικός τουρισμός και συνδέεται με θαλάσσιες περιηγήσεις και δραστηριότητες όπως το yachting, οι κρουαζιέρες, η ιστιοπλοΐα , το θαλάσσιο σκι, το surfing και το winsurfing, το parasailing (θαλάσσιο αλεξίπτωτο), το κανό και καγιάκ θαλάσσης, τα μηχανοκίνητα σκάφη και άλλα.
Ο θαλάσσιος τουρισμός έχει πολλή μεγάλη δυναμική και σημασία για την ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας. Μεγαλύτερη δυναμική παρουσιάζουν η κρουαζιέρα, το yachting και η επιβατηγός ναυτιλία. Ο θαλάσσιος τουρισμός για την Ελλάδα σημαίνει αξιοποίηση των δύο πιο σημαντικών βιομηχανιών της χώρας μας, της ναυτιλίας και του τουρισμού. Η Ελλάδα πάντα ήταν συνδεδεμένη με τη θάλασσα και πιο συγκεκριμένα με τη ναυτιλία και ο λόγος είναι ότι έχει συγκριτικό πλεονέκτημα, καθώς έχει τις μεγαλύτερες ακτογραμμές στην Ευρώπη, έχει πλειάδα νησιών, ενώ ένα μεγάλο τμήμα της απλώνεται στο Αιγαίο, στο Ιόνιο και στο Κρητικό Πέλαγος, όπου σχηματίζονται πανέμορφες παραλίες, με αποτέλεσμα έτσι να ευνοηθεί η ναυτιλία, η αλιεία και ο θαλάσσιος τουρισμός. Η ναυτιλία και ο τουρισμός είναι οι πιο εξωστρεφείς κλάδοι της ελληνικής οικονομίας καθώς φέρνουν συνάλλαγμα, ισορροπούν το έλλειμμα του εμπορικού ισοζυγίου και δημιουργούν θέσεις εργασίας.
Με τον όρο yachting εννοούμε την θαλάσσια δραστηριότητα κατά την οποία ο ταξιδιώτης χρησιμοποιεί θαλαμηγό σκάφος για λόγους αναψυχής. Το σκάφος αυτό παρέχει υπηρεσίες διαμονής και εστίασης στον τουρίστα καθώς και τη δυνατότητα προσέγγισης σε νησιωτικές και παράκτιες περιοχές. Οι θαλάσσιες περιηγήσεις γίνονται κατά κύριο λόγο με ιστιοφόρα και θαλαμηγούς, τα οποία είναι ιδιόκτητα ή μισθωμένα πλοία που μπορεί να περιλαμβάνουν πλήρωμα (crewed boats) ή να προσφέρονται χωρίς πλήρωμα (bare boats).
Οι κρουαζιέρες σαν έννοια αποτελούν οργανωμένες περιηγήσεις με ειδικά διαμορφωμένα πλοία, τα κρουαζιερόπλοια. Αυτά είναι ουσιαστικά πλωτά ξενοδοχεία, τα οποία δίνουν τη δυνατότητα στους επισκέπτες να επισκεφτούν λιμάνια άλλων προορισμών και να πραγματοποιήσουν εκδρομές και επισκέψεις σε σημαντικά μνημεία και τόπους, με αποτέλεσμα να αναπτύσσονται παράλληλα και άλλες μορφές τουρισμού, όπως θρησκευτικός, πολιτιστικός και άλλα. Ανάλογα με τη διάρκειά τους οι κρουαζιέρες διακρίνονται χρονικά σε μονοήμερες, τριήμερες ή πολυήμερες και  τοπικά σε εγχώριες ή διεθνείς. 
Η επιβατηγός ναυτιλία πραγματοποιείται με τα πλοία της γραμμής, με σκοπό την προσέγγιση σε ένα τόπο αναψυχής και έχει μαζικό χαρακτήρα.
Η Ελλάδα, λόγω του κλίματος και της μορφολογίας  των ακτών και των θαλασσών της, αποτελεί ίσως τον ιδανικότερο χώρο για κρουαζιέρες. Το yachting και οι κρουαζιέρες, αποδίδουν στην οικονομία περισσότερο από κάθε άλλο είδος τουρισμού, καθώς τα σκάφη που παραμένουν στην Ελλάδα ξοδεύουν σημαντικά ποσά σε συνάλλαγμα και δίνουν θέσεις εργασίας σε χιλιάδες άτομα. Το yachting είναι πολύ δημοφιλές κυρίως στους ξένους, καθώς η Ελλάδα έχει πάνω από 20.000 κοντινά νησιά, τα οποία οι επισκέπτες μπορούν να επισκεφτούν και να απολαύσουν την κουζίνα, τη φιλοξενία, τον πολιτισμό τους και φυσικά τη θάλασσα.
Ο θαλάσσιος τουρισμός άρχισε να αναπτύσσεται στην Ελλάδα από την δεκαετία του ’60 και τα τελευταία χρόνια εξελίσσεται με γρήγορους ρυθμούς, ωστόσο δεν έρχεται πρώτος στις προτιμήσεις των Ελλήνων παραθεριστών. Παρόλα αυτά ο κλάδος των σκαφών αναψυχής αποτελεί έναν πολλά υποσχόμενο και δραστήριο κλάδο, παρόλα τα προβλήματα που αντιμετωπίζει. Όσον αφορά το θέμα των προβλημάτων που αντιμετωπίζει το  yachting, τα οποία και δεν είναι λίγα, θα ξεκινήσω την αναφορά από το κομμάτι των υποδομών. Οι υποδομές, αναφέροντας κυρίως  τις μαρίνες, είναι πάρα πολύ λίγες σε σχέση με την ζήτηση για θέσεις ελλιμενισμού, κάνοντας λόγο για μία αναλογία της τάξης των περίπου 8.000 θέσεων έναντι αναγκών που ανέρχονται περίπου στις 20.000 θέσεις. Παράλληλα υπάρχει και πρόβλημα όσον αφορά τις διεθνείς προδιαγραφές τις οποίες θα έπρεπε να πληρούν,  ώστε να μπορούν να δεχθούν και σκάφη νέας γενιάς, ενώ οι υπηρεσίες που παρέχονται από τα λιμάνια υποδοχής στους επισκέπτες όσον αφορά τη μεταφορά τους και άλλες εξυπηρετήσεις, είναι ιδιαίτερα ανεπαρκείς. Ένα άλλο μειονέκτημα που αντιμετωπίζει ο κλάδος αυτός είναι τα τέλη ελλιμενισμού, τα οποία μας τοποθετούν στις ακριβότερες χώρες της Μεσογείου, ο ελλιπής σχεδιασμός όσον αφορά το δίκτυο σύνδεσης των λιμανιών και των δρομολογίων των πλοίων, με ιδιαίτερη συγκέντρωση στα μεγάλα λιμάνια, όπως αυτό του Πειραιά. Άλλα προβλήματα είναι η έλλειψη εκπαίδευσης των εργαζομένων, κάτι που αποτυπώνεται στην ποιότητα των προσφερόμενων υπηρεσιών, η έλλειψη στοχευμένης διαφήμισης του θαλάσσιου τουρισμού, (ενός προϊόντος στο οποίο πάντα στόχευε η Ελλάδα θεωρητικά), το cabotage και άλλα. 
Αυτά είναι κάποια προβλήματα που αντιμετώπιζε ανέκαθεν ο θαλάσσιος τουρισμός.  Η κατάσταση όμως έχει γίνει πολύ χειρότερη με την οικονομική κρίση, με αποτέλεσμα να υπάρχει ανεργία των ναυτικών, απολύσεις υπαλλήλων που δούλευαν στον χώρο του θαλάσσιου τουρισμού, ανεργία των πληρωμάτων που φτάνει μέχρι και το 40%,  αδυναμία των επαγγελματιών του κλάδου να αποπληρώσουν τις οφειλές τους στις τράπεζες με αποτέλεσμα να γίνονται κατασχέσεις πλοίων, ενώ το πρόβλημα της έλλειψης ρευστότητας εξαπλώνεται σε ευρύ φάσμα δραστηριοτήτων, όπως είναι και αυτό της συντήρησης των πλοίων, οδηγώντας σε μεγάλη πτώση των εσόδων των ελληνικών μαρινών. Ακόμα η ανυπαρξία των υποδομών (μόνο 19 μαρίνες), έχει οδηγήσει πολλά πλοία που κάνουν τον γύρο των ελληνικών νησιών να δένουν σε τουρκικές μαρίνες. 
Υπάρχει ελπίδα επίλυσης κάποιων προβλημάτων του θαλάσσιου τουρισμού, με το νέο νομοσχέδιο που βρίσκεται υπό ψήφιση, όμως με κάποιες προϋποθέσεις. Το ένα θετικό είναι το θέμα της άρσης του cabotage, που αν  πραγματοποιηθεί η πλήρης άρση του, αυτό θα επιτρέψει σε ξένες εταιρίες κρουαζιερόπλοιων, εκτός της Ευρωπαϊκής Ένωσης, να μπορούν να αποβιβάσουν και να επιβιβάσουν τουρίστες στο ίδιο λιμάνι ή σε κάποιο άλλο λιμάνι, μέσα στην ελληνική επικράτεια. Αυτό λοιπόν θα έχει σαν αποτέλεσμα, μεγάλα κρουαζιερόπλοια με σημαίες χωρών εκτός Ε.Ε. να μπορούν να δένουν στον Πειραιά και να αποβιβάζουν κόσμο, ο οποίος θα μένει στην Αθήνα και θα φεύγει από εκεί για την χώρα του. Πράγμα που θα ευνοήσει τις αερομεταφορές, τις ξεναγήσεις, τις κρατήσεις των ξενοδοχείων, τις μεταφορές γενικότερα, και κυρίως, τις τοπικές αγορές. Το πρόβλημα ωστόσο, είναι ότι μαζί με το θετικό της άρσης του cabotaz πάει και το αρνητικό, που είναι η επιβάρυνση των 3,95 ευρώ ανά επιβάτη, που προστίθεται στο συνολικό κόστος που έχει το εκάστοτε κρουαζιερόπλοιο, το οποίο μαζί με το υψηλό κόστος του αεροδρομίου «Ελευθέριος Βενιζέλος», δημιουργεί προβλήματα ανταγωνιστικότητας των ελληνικών λιμανιών και της Ελλάδας σαν προορισμό.
Ήδη στην χώρα μας υπάρχει κύμα φυγής των ελληνικών θαλασσίων σκαφών στην Τουρκία και την Κροατία, πράγμα που οφείλεται στην κάμψη που παρουσιάζει ο κλάδος του θαλάσσιου τουρισμού αλλά και στην αύξηση των φορολογικών επιβαρύνσεων, όπως επισημαίνει ο πρόεδρος της Ένωσης Πλοιοκτητών Ελληνικών Σκαφών Τουρισμού, κος Στελλιάτος. Τα τέλη ελλιμενισμού στις μαρίνες των γειτονικών χωρών είναι λιγότερα και τα πλοία μπορούν να ναυλώνονται διατηρώντας των ελληνική σημαία, με αποτέλεσμα πολλά σκάφη να έχουν καταπλεύσει σε μαρίνες γειτονικών χωρών. Οι ναυλώσεις το 2010 εμφάνισαν πτώση από 60%-80% , ενώ πολλά πλοία έμειναν παροπλισμένα, καθώς η ζήτηση δεν ανταποκρίνεται στην προσφορά. Πτώση της ζήτησης παρουσιάζεται και στα ιστιοπλοϊκά σκάφη, κάτι που, εκτός από την ανεπάρκεια των υποδομών και την αύξηση των φορολογικών επιβαρύνσεων, οφείλεται και στην κακή εικόνα που έχει αποκτήσει  η Ελλάδα στο εξωτερικό, πράγμα που είναι βέβαια αποτέλεσμα της κρίσης, των συνεχόμενων απεργιών, των κινητοποιήσεων και της αυξημένης εγκληματικότητας.
Αν λοιπόν μία εταιρία με σημαία τρίτης χώρας, πραγματοποιήσει κρουαζιέρα με αφετηρία ελληνικό λιμάνι και θελήσει να απασχολήσει έλληνες ναυτικούς, θα έχει να αντιμετωπίσει την  προβληματική υποδομή των λιμανιών, τα ακριβά λιμενικά τέλη, την επιβολή έκτακτης εισφοράς ανά επιβάτη, την σύναψη ασφάλισης με το ναυτικό απομαχικό ταμείο, την επιδότηση των ασφαλιστικών εισφορών για του Έλληνες ναυτικούς και την γραφειοκρατία, τα οποία σε συνδυασμό με την έκρυθμη κατάσταση που επικρατεί αυτή την στιγμή στη χώρα μας, αποτελούν ιδιαίτερα αποτρεπτικούς παράγοντες.
Όλα αυτά δημιουργούν τεράστια προβλήματα ανταγωνιστικότητας στην Ελλάδα ως προορισμό θαλάσσιου τουρισμού, την ίδια στιγμή που βλέπουμε ότι ανταγωνίστριες χώρες όπως η Τουρκία, που είναι λιγότερο ελκυστική σαν προορισμός από την Ελλάδα, παίζουν ουσιαστικό ρόλο στην ανάπτυξη της κρουαζιέρας, προσελκύουν επενδύσεις από εταιρίες κρουαζιέρας, ενώ παράλληλα επενδύουν σε υποδομές και σε έργα κατασκευών. Προκειμένου λοιπόν το προϊόν της κρουαζιέρας να γίνει πιο ελκυστικό θα πρέπει να δοθούν κίνητρα, να γίνουν επενδύσεις σε ανάπτυξη, να μειωθούν οι οικονομικές επιβαρύνσεις και να γίνει καλύτερος προγραμματισμός. 
Ο Οργανισμός Λιμένος Πειραιώς, προκειμένου να προσελκύσει κρουαζιερόπλοια στο λιμάνι του Πειραιά και κυρίως μεγάλους πελάτες,  καθιέρωσε βάσει της ετήσιας επιβατικής κίνησης, εκπτώσεις επί της χρέωσης συστημάτων ελέγχου από 10-30%. Ακόμα βάσει του ετήσιου αριθμού διελεύσεων επιβατών, καθιερώθηκαν εκπτώσεις πάνω στη χρέωση της μεταφοράς χειραποσκευών από 5%-15%. Επίσης, εξακολουθούν να ισχύουν εκπτώσεις έως 50% για παιδιά ηλικίας 4-12 ετών, καθώς και για μαθητές και φοιτητές, ενώ τέλος θα παρέχονται εκπτώσεις 30% σε όσους επιβάτες διακινούνται από τον Δεκέμβριο μέχρι τον Μάρτιο, με σκοπό να διευρυνθεί η τουριστική περίοδος. Πέραν των οικονομικών κινήτρων θα καθιερωθούν κανόνες σειράς προτεραιότητας στα κρουαζιερόπλοια, ενώ ακόμα θα αυξηθούν οι θέσεις πρόσδεσης κρουαζιερόπλοιων στο λιμάνι του Πειραιά σε 11 μέσα στο 2012 και σε 17 μετά από την δημιουργία του νέου λιμανιού κρουαζιερόπλοιων.
Εν κατακλείδι, ο θαλάσσιος τουρισμός είναι ένας κλάδος στην ανάπτυξη του οποίου θα πρέπει η Ελλάδα να δώσει προτεραιότητα για όλους του λόγους που προαναφέρθηκαν. Όμως όλες οι ενέργειες που πρέπει να γίνουν, όπως είναι η μείωση των φορολογικών επιβαρύνσεων, των εισφορών , των τελών, η δημιουργία υποδομών, η εκπαίδευση, η καλύτερη προσφορά υπηρεσιών, η ύπαρξη συνδυασμένων μεταφορών (καλύτερη εξυπηρέτηση τουριστών), η στοχευμένη προβολή του ελληνικού θαλάσσιου τουρισμού και άλλα, θα πρέπει να γίνουν συνδυασμένα, σαν ενέργειες αλληλεξαρτώμενες η μία από την άλλη. Διαφορετικά, ενώ μπορεί να δίνεται κάποιο κίνητρο, όταν δεν αλλάζει τίποτα από παράγοντες που παίζουν πολύ σημαντικό ρόλο στην ανάπτυξη και στην ανταγωνιστικότητα, η κατάσταση θα συνεχίσει να είναι η ίδια και πάλι κάποιοι θα αναρωτιούνται γιατί δεν έχει αλλάξει τίποτα!
Οψόμεθα!